Lemmas Occurring 10x or Less in SBLGNT
Lemma Gloss Count Card Front Section
βίβλος book; scroll 10 βίβλος
γένεσις birth; genealogy; existence 5 γένεσις
Φαρές Perez 3 Φαρές
Ζάρα Zerah 1 Ζάρα
Θαμάρ Tamar 1 Θαμάρ
Ἑσρώμ Hezron 3 Ἑσρώμ
Ἀράμ Aram 2 Ἀράμ
Ἀμιναδάβ Amminadab 3 Ἀμιναδάβ
Ναασσών Nahshon 3 Ναασσών
Σαλμών Salmon 2 Σαλμών
Βόες Boaz 2 Βόες
Ῥαχάβ Rahab 1 Ῥαχάβ
Ἰωβήδ Obed 3 Ἰωβήδ
Ῥούθ Ruth 1 Ῥούθ
Ἰεσσαί Jesse 5 Ἰεσσαί
Οὐρίας Uriah 1 Οὐρίας
Ῥοβοάμ Rehoboam 2 Ῥοβοάμ
Ἀβιά Abijah 3 Ἀβιά
Ἀσάφ Asaph 2 Ἀσάφ
Ἰωσαφάτ Josaphat 2 Ἰωσαφάτ
Ἰωράμ Joram 2 Ἰωράμ
Ὀζίας Uzziah 2 Ὀζίας
Ἰωαθάμ Jotham 2 Ἰωαθάμ
Ἀχάζ Ahaz 2 Ἀχάζ
Ἑζεκίας Hezekiah 2 Ἑζεκίας
Μανασσῆς Manasseh 3 Μανασσῆς
Ἀμώς Amos 3 Ἀμώς
Ἰωσίας Josiah 2 Ἰωσίας
Ἰεχονίας Jechoniah 2 Ἰεχονίας
μετοικεσία deportation 4 μετοικεσία
Σαλαθιήλ Salathiel 3 Σαλαθιήλ
Ζοροβαβέλ Zerubbabel 3 Ζοροβαβέλ
Ἀβιούδ Abiud 2 Ἀβιούδ
Ἐλιακίμ Eliakim 3 Ἐλιακίμ
Ἀζώρ Azor 2 Ἀζώρ
Σαδώκ Zadok 2 Σαδώκ
Ἀχίμ Achim 2 Ἀχίμ
Ἐλιούδ Eliud 2 Ἐλιούδ
Ἐλεάζαρ Eleazar 2 Ἐλεάζαρ
Ματθάν Matthan 2 Ματθάν
δεκατέσσαρες fourteen 5 δεκατέσσαρες
μνηστεύω betroth 3 μνηστεύω
γαστήρ womb; belly 9 γαστήρ
δειγματίζω make a display of; disgrace 2 δειγματίζω
λάθρᾳ secretly 4 λάθρᾳ
ἐνθυμέομαι consider; think 2 ἐνθυμέομαι
ὄναρ dream 6 ὄναρ
Ἐμμανουήλ Emmanuel 1 Ἐμμανουήλ
μεθερμηνεύω translate; interpret 8 μεθερμηνεύω
ὕπνος sleep; slumber 6 ὕπνος
προστάσσω command; order 7 προστάσσω
Βηθλέεμ Bethlehem 8 Βηθλέεμ
μάγος wise man; magus; magician 6 μάγος
οὐδαμῶς by no means 1 οὐδαμῶς
ἀκριβόω determine precisely 2 ἀκριβόω
ἐξετάζω inquire; question; ask 3 ἐξετάζω
ἀκριβῶς carefully; accurately 9 ἀκριβῶς
ἐπάν when; as soon as 3 ἐπάν
χρυσός gold 10 χρυσός
λίβανος frankincense 2 λίβανος
σμύρνα myrrh 4 σμύρνα
χρηματίζω warn; be called; be named 9 χρηματίζω
ἀνακάμπτω return 4 ἀνακάμπτω
τελευτή end 1 τελευτή
θυμόω be angry 1 θυμόω
διετής two years old 1 διετής
κατωτέρω under 1 κατωτέρω
Ἰερεμίας Jeremiah 3 Ἰερεμίας
Ῥαμά Ramah 1 Ῥαμά
κλαυθμός weeping 9 κλαυθμός
ὀδυρμός lamentation; mourning 2 ὀδυρμός
Ῥαχήλ Rachel 1 Ῥαχήλ
θνῄσκω die; be dead 9 θνῄσκω
Ἀρχέλαος Archelaus 1 Ἀρχέλαος
Ναζαρά Nazareth 6 Ναζαρά
τρίβος path 3 τρίβος
ἔνδυμα clothing; garment 8 ἔνδυμα
κάμηλος camel 6 κάμηλος
ζώνη belt 8 ζώνη
δερμάτινος made of leather 2 δερμάτινος
ὀσφῦς waist; loins 8 ὀσφῦς
ἀκρίς locust 4 ἀκρίς
μέλι honey 4 μέλι
ἄγριος wild 3 ἄγριος
περίχωρος neighboring 9 περίχωρος
ἐξομολογέω confess; agree; praise 10 ἐξομολογέω
γέννημα offspring; brood 4 γέννημα
ἔχιδνα snake; viper 5 ἔχιδνα
ὑποδείκνυμι show; warn 6 ὑποδείκνυμι
ἀξίνη axe; ax 2 ἀξίνη
ἐκκόπτω cut off; cut down 10 ἐκκόπτω
ὑπόδημα sandal 10 ὑπόδημα
πτύον winnowing shovel 2 πτύον
διακαθαρίζω clean out 1 διακαθαρίζω
ἅλων threshing floor; thressing floor 2 ἅλων
ἀποθήκη storehouse; barn 6 ἀποθήκη
ἄχυρον chaff 2 ἄχυρον
ἄσβεστος unquenchable 3 ἄσβεστος
διακωλύω prevent; hinder 1 διακωλύω
πρέπω be fitting (for); be fitting 7 πρέπω
περιστερά dove; pigeon 10 περιστερά
πτερύγιον edge; pinnacle; summit 2 πτερύγιον
κάτω below; down 10 κάτω
προσκόπτω strike against; stumble 8 προσκόπτω
ἐκπειράζω tempt 4 ἐκπειράζω
παραθαλάσσιος by the sea 1 παραθαλάσσιος
Ζαβουλών Zebulun 3 Ζαβουλών
Νεφθαλίμ Naphtali 3 Νεφθαλίμ
σκιά shadow; shade 7 σκιά
ἀνατέλλω rise; come up 9 ἀνατέλλω
ἀμφίβληστρον casting net 1 ἀμφίβληστρον
ἁλιεύς fisherman 5 ἁλιεύς
προβαίνω advance; go forward; go on 5 προβαίνω
περιάγω go about; go around 6 περιάγω
μαλακία weakness; sickness 3 μαλακία
Συρία Syria 8 Συρία
ποικίλος in many ways 10 ποικίλος
βάσανος torture; torment 3 βάσανος
σεληνιάζομαι be moon-struck 2 σεληνιάζομαι
παραλυτικός paralytic 10 παραλυτικός
Δεκάπολις Decapolis 3 Δεκάπολις
πενθέω mourn; be sad; grieve 10 πενθέω
πραΰς gentle; meek; humble 4 πραΰς
ἐλεήμων merciful; compassionate 2 ἐλεήμων
εἰρηνοποιός peacemaker 1 εἰρηνοποιός
ὀνειδίζω reproach; mock; revile 10 ὀνειδίζω
ἅλας salt; salty 8 ἅλας
μωραίνω make foolish 4 μωραίνω
ἁλίζω salt; salty 2 ἁλίζω
καταπατέω trample under foot; trample 5 καταπατέω
μόδιος bushel basket; peck measure 3 μόδιος
λάμπω shine; shine forth 7 λάμπω
ἰῶτα iota 1 ἰῶτα
κεραία projection; hook; serif 2 κεραία
ἔνοχος subject (to); liable (to) 10 ἔνοχος
ὀργίζω be angry 9 ὀργίζω
ῥακά fool; empty head 1 ῥακά
κἀκεῖ and + there 10 κἀκεῖ
διαλλάσσομαι become reconciled 1 διαλλάσσομαι
εὐνοέω be well-disposed 1 εὐνοέω
ἀντίδικος accuser; plaintiff; opponent 5 ἀντίδικος
κοδράντης quadrans; penny 2 κοδράντης
ἐξαιρέω deliver; rescue 8 ἐξαιρέω
ἀποστάσιον certificate of divorce 3 ἀποστάσιον
παρεκτός apart from; except for 3 παρεκτός
μοιχάω commit adultery with 5 μοιχάω
ἐπιορκέω swear falsely 1 ἐπιορκέω
ὅρκος oath 10 ὅρκος
ὅλως completely; everywhere 4 ὅλως
ὑποπόδιον footstool 7 ὑποπόδιον
μέλας black 6 μέλας
περισσός beyond; extraordinary 6 περισσός
ῥαπίζω strike; slap 2 ῥαπίζω
σιαγών cheek 2 σιαγών
ἀγγαρεύω requisition 3 ἀγγαρεύω
μίλιον (Roman) mile 1 μίλιον
δανείζω lend; borrow 4 δανείζω
ἀποστρέφω turn away; turn back 9 ἀποστρέφω
βρέχω rain; send rain; wet 7 βρέχω
ἐθνικός Gentile; pagan; unbeliever 4 ἐθνικός
οὐράνιος heavenly 9 οὐράνιος
ῥύμη street; narrow street; lane 4 ῥύμη
ἀριστερός left (hand) 4 ἀριστερός
γωνία angle; corner 9 γωνία
πλατεῖα street; wide road 9 πλατεῖα
ταμεῖον inner room; storeroom 4 ταμεῖον
βατταλογέω stammer 1 βατταλογέω
πολυλογία much speaking 1 πολυλογία
εἰσακούω obey; hear; listen 5 εἰσακούω
ἐπιούσιος daily 2 ἐπιούσιος
ὀφείλημα debt; one’s due 2 ὀφείλημα
ὀφειλέτης debtor 7 ὀφειλέτης
εἰσφέρω bring; lead; bring in 8 εἰσφέρω
σκυθρωπός sad; sullen; gloomy 2 σκυθρωπός
ἀφανίζω destroy; disappear 5 ἀφανίζω
ἀλείφω anoint 9 ἀλείφω
κρυφαῖος hidden; secret 2 κρυφαῖος
θησαυρίζω lay up; store up; save up 8 θησαυρίζω
σής moth 3 σής
διορύσσω break in 4 διορύσσω
ἁπλοῦς sincere 2 ἁπλοῦς
φωτεινός shining; radiant 5 φωτεινός
σκοτεινός dark 3 σκοτεινός
ἀντέχω be devoted to; help 4 ἀντέχω
καταφρονέω despise; look down on 9 καταφρονέω
μαμωνᾶς wealth; riches; money 4 μαμωνᾶς
τρέφω feed; nourish 9 τρέφω
ἡλικία maturity; age; life span 8 ἡλικία
πῆχυς cubit 4 πῆχυς
καταμανθάνω observe; learn 1 καταμανθάνω
κρίνον lily 2 κρίνον
νήθω spin 2 νήθω
κλίβανος oven 2 κλίβανος
ἀμφιέννυμι clothe; dress 3 ἀμφιέννυμι
ὀλιγόπιστος of little faith 5 ὀλιγόπιστος
χρῄζω need; have need of 5 χρῄζω
ἀρκετός sufficient; enough 3 ἀρκετός
κάρφος speck 6 κάρφος
δοκός beam of wood 6 δοκός
διαβλέπω see clearly; look intently 3 διαβλέπω
κύων dog 5 κύων
μαργαρίτης pearl 9 μαργαρίτης
ῥήσσω break; burst; throw down 6 ῥήσσω
κρούω knock 9 κρούω
ἐπιδίδωμι give 9 ἐπιδίδωμι
δόμα gift 4 δόμα
στενός narrow 3 στενός
πύλη gate 10 πύλη
πλατύς bowl 1 πλατύς
εὐρύχωρος spacious 1 εὐρύχωρος
θλίβω oppress; afflict 10 θλίβω
λύκος wolf 6 λύκος
ἅρπαξ robber; swindler 5 ἅρπαξ
συλλέγω collect; gather 8 συλλέγω
σταφυλή grapes 3 σταφυλή
τρίβολος thistle 2 τρίβολος
σῦκον fig 4 σῦκον
σαπρός rotten; worthless; bad 8 σαπρός
ἀποχωρέω depart; go away 3 ἀποχωρέω
βροχή rain 2 βροχή
πνέω blow 7 πνέω
προσπίπτω fall down before 8 προσπίπτω
θεμελιόω establish; lay the foundation 5 θεμελιόω
ἄμμος sand 5 ἄμμος
πτῶσις fall 2 πτῶσις
λεπρός leper 9 λεπρός
λέπρα leprosy 4 λέπρα
δεινῶς terribly 2 δεινῶς
στέγη roof 3 στέγη
δυσμή west 5 δυσμή
ἀνακλίνω recline at table 6 ἀνακλίνω
ἐξώτερος outer 3 ἐξώτερος
βρυγμός gnashing 7 βρυγμός
πενθερά mother-in-law 6 πενθερά
πυρέσσω suffer with a fever 2 πυρέσσω
πυρετός fever 6 πυρετός
ἀλώπηξ fox 3 ἀλώπηξ
φωλεός den; hole 2 φωλεός
κατασκήνωσις place to live 2 κατασκήνωσις
κλίνω lay; decline; be far spent 7 κλίνω
καλύπτω hide; conceal; cover 8 καλύπτω
κῦμα wave 4 κῦμα
δειλός cowardly; fearful; timid 3 δειλός
γαλήνη calm 3 γαλήνη
ποταπός what sort of; what kind of 7 ποταπός
Γαδαρηνός Gadarene; from Gadara 1 Γαδαρηνός
ὑπαντάω meet; go to meet 10 ὑπαντάω
χαλεπός violent; dangerous; hard 2 χαλεπός
μακράν long way; far; far away 10 μακράν
ἀγέλη herd 7 ἀγέλη
βόσκω feed; herd; tend 9 βόσκω
δαίμων demon; goddess 1 δαίμων
ὁρμάω rush (headlong) 5 ὁρμάω
κρημνός steep slope 3 κρημνός
ὑπάντησις coming to meet 3 ὑπάντησις
διαπεράω cross over 6 διαπεράω
κλίνη bed; couch; stretcher 9 κλίνη
θαρσέω have courage; be courageous 7 θαρσέω
ἐνθύμησις thought; reflection; idea 4 ἐνθύμησις
ἱνατί why 6 ἱνατί
εὔκοπος easy 7 εὔκοπος
παράγω pass by; go away; pass away 10 παράγω
τελώνιον tax booth 3 τελώνιον
Μαθθαῖος Matthew 5 Μαθθαῖος
συνανάκειμαι recline at table with 7 συνανάκειμαι
ἰατρός physician 7 ἰατρός
νυμφών bridal chamber 3 νυμφών
ἀπαίρω take away 3 ἀπαίρω
ἐπίβλημα patch 4 ἐπίβλημα
ῥάκος piece of cloth; cloth 2 ῥάκος
ἄγναφος new; unshrunken 2 ἄγναφος
σχίσμα division 8 σχίσμα
ῥήγνυμι burst 1 ῥήγνυμι
συντηρέω preserve; protect; defend 3 συντηρέω
αἱμορροέω suffer with a hemorrhage 1 αἱμορροέω
ὄπισθεν behind; after; from behind 7 ὄπισθεν
κράσπεδον edge; border; tassel 5 κράσπεδον
αὐλητής flute player 2 αὐλητής
θορυβέω throw into disorder; disturb 4 θορυβέω
κοράσιον girl; (little) girl 8 κοράσιον
καταγελάω laugh at; ridicule 3 καταγελάω
φήμη report; news 2 φήμη
ἐμβριμάομαι be deeply moved; warn sternly 5 ἐμβριμάομαι
διαφημίζω spread abroad 3 διαφημίζω
σκύλλω trouble; bother; annoy 4 σκύλλω
ῥίπτω throw down; throw 7 ῥίπτω
Βαρθολομαῖος Bartholomew 4 Βαρθολομαῖος
Ἁλφαῖος Alphaeus 5 Ἁλφαῖος
Θαδδαῖος Thaddaeus 2 Θαδδαῖος
Καναναῖος Zealot 2 Καναναῖος
Σαμαρίτης Samaritan; Samaritans 9 Σαμαρίτης
δωρεάν as a gift; freely 9 δωρεάν
κτάομαι procure; acquire; get 7 κτάομαι
ἄργυρος silver 5 ἄργυρος
χαλκός brass; bronze; copper 5 χαλκός
πήρα leather pouch; traveler’s bag 6 πήρα
ἐκτινάσσω shake off; shake out 4 ἐκτινάσσω
κονιορτός dust; soil 5 κονιορτός
ἀνεκτός bearable; endurable 5 ἀνεκτός
Σόδομα Sodom 9 Σόδομα
Γόμορρα Gomorrah 4 Γόμορρα
ἀκέραιος pure; innocent 3 ἀκέραιος
μαστιγόω whip; flog; scourge 7 μαστιγόω
ἐπανίστημι rise up; rise in rebellion 2 ἐπανίστημι
Βεελζεβούλ Beelzebul 7 Βεελζεβούλ
οἰκιακός member of a household 2 οἰκιακός
δῶμα roof 7 δῶμα
στρουθίον sparrow 4 στρουθίον
ἀσσάριον assarion; penny 2 ἀσσάριον
ἄνευ without; apart from 3 ἄνευ
ἀριθμέω number 3 ἀριθμέω
διχάζω divide; separate 1 διχάζω
νύμφη bride; daughter-in-law 8 νύμφη
ψυχρός cold 4 ψυχρός
δεσμωτήριον prison 4 δεσμωτήριον
μαλακός soft; catamite 4 μαλακός
φορέω bear; wear 6 φορέω
γεννητός born 2 γεννητός
βιάζω dominate; constrain 2 βιάζω
βιαστής violent (person) 1 βιαστής
προσφωνέω call out (to); address 7 προσφωνέω
αὐλέω play the flute 3 αὐλέω
ὀρχέομαι dance 4 ὀρχέομαι
θρηνέω sing a dirge; sing a lament 4 θρηνέω
κόπτω mourn; cut (off) 8 κόπτω
φάγος glutton 2 φάγος
οἰνοπότης drunkard 2 οἰνοπότης
Χοραζίν Chorazin 2 Χοραζίν
Βηθσαϊδά Bethsaida 7 Βηθσαϊδά
Σιδών Sidon 9 Σιδών
πάλαι long ago; formerly 7 πάλαι
σάκκος sackcloth 4 σάκκος
σποδός ashes 3 σποδός
ᾅδης Hades 10 ᾅδης
συνετός intelligent 4 συνετός
εὐδοκία good pleasure; pleasing 9 εὐδοκία
φορτίζω load; burden 2 φορτίζω
ζυγός yoke; balance scale 6 ζυγός
ταπεινός humble 8 ταπεινός
ἀνάπαυσις rest; relief; cessation 5 ἀνάπαυσις
χρηστός kind; good; benevolent 7 χρηστός
φορτίον burden; load; cargo 6 φορτίον
ἐλαφρός light; insignificant 2 ἐλαφρός
σπόριμος grain field; standing grain 3 σπόριμος
τίλλω pluck; pluck off; pick 3 τίλλω
στάχυς head of grain 6 στάχυς
βεβηλόω profane; violate sanctity 2 βεβηλόω
ἀναίτιος guiltless; innocent 2 ἀναίτιος
καταδικάζω condemn 5 καταδικάζω
ξηρός dry; withered; paralyzed 8 ξηρός
ἐμπίπτω fall (into); fall into 7 ἐμπίπτω
βόθυνος pit 3 βόθυνος
ἀποκαθίστημι restore; reestablish 8 ἀποκαθίστημι
συμβούλιον counsel 8 συμβούλιον
αἱρετίζω choose 1 αἱρετίζω
ἐρίζω quarrel 1 ἐρίζω
κραυγάζω cry out; shout; scream 9 κραυγάζω
συντρίβω shatter; smash; crush 7 συντρίβω
κατάγνυμι break 4 κατάγνυμι
λίνον wick; lamp wick 2 λίνον
τύφω smoke; smolder 1 τύφω
σβέννυμι quench; extinguish 6 σβέννυμι
νῖκος victory 4 νῖκος
ἐρημόω lay waste; ruin; depopulate 5 ἐρημόω
φθάνω come upon; overtake; reach 7 φθάνω
διαρπάζω plunder thoroughly 3 διαρπάζω
σκορπίζω scatter; scatter abroad 5 σκορπίζω
περίσσευμα abundance 5 περίσσευμα
ἀργός idle; lazy; useless 8 ἀργός
μοιχαλίς adulteress 7 μοιχαλίς
Ἰωνᾶς Jonah 9 Ἰωνᾶς
κῆτος sea monster; huge fish 1 κῆτος
Νινευίτης Ninevite 3 Νινευίτης
κήρυγμα proclamation; preaching 8 κήρυγμα
βασίλισσα queen 4 βασίλισσα
νότος south; south wind 7 νότος
πέρας end; limit 4 πέρας
ἄνυδρος waterless 4 ἄνυδρος
σχολάζω be unoccupied; stand empty 2 σχολάζω
σαρόω sweep 3 σαρόω
κοσμέω adorn; make neat; decorate 10 κοσμέω
αἰγιαλός shore; beach 6 αἰγιαλός
πετρώδης rocky (ground) 4 πετρώδης
ἐξανατέλλω spring up 2 ἐξανατέλλω
βάθος depth 8 βάθος
καυματίζω burn up 4 καυματίζω
πνίγω choke; drown 3 πνίγω
ἑξήκοντα sixty 9 ἑξήκοντα
ἀναπληρόω fill; fill up; fulfill 6 ἀναπληρόω
παχύνω make dull; make impervious 2 παχύνω
βαρέως heavy; with difficulty 2 βαρέως
καμμύω close; shut 2 καμμύω
πρόσκαιρος temporary; transitory 4 πρόσκαιρος
διωγμός persecution 10 διωγμός
μέριμνα care; anxiety; worry 6 μέριμνα
ἀπάτη deception; deceitfulness 7 ἀπάτη
συμπνίγω choke; crowd around 5 συμπνίγω
ἄκαρπος unfruitful; unproductive 7 ἄκαρπος
δή therefore; now; indeed 5 δή
καρποφορέω bear fruit; produce a crop 8 καρποφορέω
ἐπισπείρω sow afterward 1 ἐπισπείρω
ζιζάνιον darnel 8 ζιζάνιον
βλαστάνω sprout; bud 4 βλαστάνω
ἐκριζόω uproot 4 ἐκριζόω
ἅμα at the same time; together 10 ἅμα
συναυξάνω grow together 1 συναυξάνω
θεριστής reaper 2 θεριστής
δέσμη bundle of 1 δέσμη
κόκκος seed; kernel; grain 7 κόκκος
σίναπι mustard 5 σίναπι
λάχανον vegetable; garden herb 4 λάχανον
κατασκηνόω live; settle; (birds) to nest 4 κατασκηνόω
ἐγκρύπτω put into; hide 1 ἐγκρύπτω
ἄλευρον meal; wheat flour 2 ἄλευρον
σάτον thirteen-liter measure 2 σάτον
ζυμόω leaven 4 ζυμόω
ἐρεύγομαι proclaim; utter 1 ἐρεύγομαι
διασαφέω tell plainly; tell in detail 2 διασαφέω
συντέλεια completion; close; end 6 συντέλεια
κάμινος furnace 4 κάμινος
ἐκλάμπω shine (out) 1 ἐκλάμπω
ἔμπορος merchant 5 ἔμπορος
πολύτιμος very valuable 3 πολύτιμος
πιπράσκω sell 9 πιπράσκω
σαγήνη seine; dragnet 1 σαγήνη
ἀναβιβάζω bring up; pull up 1 ἀναβιβάζω
ἄγγος vessel; container 1 ἄγγος
ἀφορίζω separate; set apart; appoint 10 ἀφορίζω
μαθητεύω be a disciple 4 μαθητεύω
μεταίρω go away 2 μεταίρω
πατρίς homeland; hometown 8 πατρίς
τέκτων builder; carpenter 2 τέκτων
ἄτιμος without honor; dishonored 4 ἄτιμος
τετραάρχης tetrach; tetrarch 4 τετραάρχης
ἀποτίθημι lay aside; take off 8 ἀποτίθημι
Ἡρῳδιάς Herodias 6 Ἡρῳδιάς
γενέσια birthday celebration 2 γενέσια
προβιβάζω cause to come forward 1 προβιβάζω
πίναξ platter, dish; platter; dish 5 πίναξ
ἀποκεφαλίζω behead 4 ἀποκεφαλίζω
πτῶμα dead body; corpse 7 πτῶμα
πεζῇ on foot; by land 2 πεζῇ
ἄρρωστος sick, ill; sick; ill 5 ἄρρωστος
κλάσμα broken piece; fragment; piece 9 κλάσμα
κόφινος basket 6 κόφινος
πεντακισχίλιοι five thousand 6 πεντακισχίλιοι
ἀναγκάζω compel; force; press 9 ἀναγκάζω
στάδιον stadium 7 στάδιον
ἐναντίος opposed; contrary; opposite 8 ἐναντίος
τέταρτος fourth 10 τέταρτος
φάντασμα apparition; ghost 2 φάντασμα
καταποντίζω drown; sink 2 καταποντίζω
διστάζω doubt; waver 2 διστάζω
κοπάζω abate; stop; cease 3 κοπάζω
Γεννησαρέτ Gennesaret 3 Γεννησαρέτ
διασῴζω bring safely through; save 8 διασῴζω
παραβαίνω transgress; break; go aside 3 παραβαίνω
κακολογέω speak evil of; revile; insult 4 κακολογέω
ἀκυρόω make void; revoke 3 ἀκυρόω
χεῖλος lip 7 χεῖλος
πόρρω far (away); far off 4 πόρρω
μάτην in vain; no end 2 μάτην
σέβω show reverence for 10 σέβω
ἔνταλμα commandment 3 ἔνταλμα
φυτεία plant 1 φυτεία
ὁδηγός guide; leader 5 ὁδηγός
ὁδηγέω lead; guide 5 ὁδηγέω
φράζω explain; interpret 1 φράζω
ἀκμήν even yet; still 1 ἀκμήν
ἀσύνετος senseless; foolish 5 ἀσύνετος
χωρέω hold; contain 10 χωρέω
ἀφεδρών toilet; latrine 2 ἀφεδρών
φόνος murder 9 φόνος
μοιχεία adultery 3 μοιχεία
κλοπή theft 2 κλοπή
ψευδομαρτυρία false witness 2 ψευδομαρτυρία
ἄνιπτος unwashed 2 ἄνιπτος
Χαναναῖος Canaanite 1 Χαναναῖος
βοηθέω come to the aid of; help 8 βοηθέω
κυνάριον dog; little dog 4 κυνάριον
ψιχίον crumb 2 ψιχίον
κυλλός crippled; deformed 4 κυλλός
προσμένω remain; stay with; continue 7 προσμένω
νῆστις not eating; hungry 2 νῆστις
ἐκλύω give out; become weary 5 ἐκλύω
ἐρημία desert; wilderness 4 ἐρημία
ἰχθύδιον little fish 2 ἰχθύδιον
σπυρίς basket; hamper 5 σπυρίς
τετρακισχίλιοι four thousand 5 τετρακισχίλιοι
Μαγαδάν Magadan 1 Μαγαδάν
ἐπιδείκνυμι show 7 ἐπιδείκνυμι
εὐδία fair weather 1 εὐδία
πυρράζω be (fiery) red 2 πυρράζω
χειμών winter; bad weather; storm 6 χειμών
στυγνάζω become dark; be shocked 2 στυγνάζω
ἐπιλανθάνομαι forget; neglect; overlook 8 ἐπιλανθάνομαι
Βαριωνᾶ Bar-Jonah 1 Βαριωνᾶ
κατισχύω be dominant; prevail 3 κατισχύω
κλείς key 6 κλείς
διαστέλλω order; command 8 διαστέλλω
δεικνύω show 3 δεικνύω
ἵλεως gracious, merciful; gracious; merciful 2 ἵλεως
ζημιόω suffer loss; forfeit 6 ζημιόω
ἀντάλλαγμα given in exchange 2 ἀντάλλαγμα
πρᾶξις act; deed; function 6 πρᾶξις
ἀναφέρω offer up; take up 10 ἀναφέρω
μεταμορφόω be changed; be transformed 4 μεταμορφόω
συλλαλέω talk with; converse with 6 συλλαλέω
ἐπισκιάζω overshadow; cover 5 ἐπισκιάζω
γονυπετέω kneel down 4 γονυπετέω
διαστρέφω pervert; make crooked 7 διαστρέφω
ὀλιγοπιστία little faith 1 ὀλιγοπιστία
ἔνθεν from here 2 ἔνθεν
ἀδυνατέω it is impossible 2 ἀδυνατέω
συστρέφω gather; gather up 2 συστρέφω
δίδραχμον double drachma 2 δίδραχμον
προφθάνω anticipate; be ahead of 1 προφθάνω
κῆνσος tax; poll tax 4 κῆνσος
ἄγκιστρον fishhook 1 ἄγκιστρον
στατήρ stater; four-drachma coin 1 στατήρ
κρεμάννυμι hang 7 κρεμάννυμι
μύλος mill; millstone 4 μύλος
ὀνικός of a donkey 2 ὀνικός
τράχηλος neck 7 τράχηλος
πέλαγος open sea; depths (of the sea) 2 πέλαγος
μονόφθαλμος one-eyed 2 μονόφθαλμος
ἐνενήκοντα ninety 4 ἐνενήκοντα
ἐννέα nine 5 ἐννέα
μεταξύ between 9 μεταξύ
παρακούω refuse to listen; disobey 3 παρακούω
συμφωνέω be of one mind; agree 6 συμφωνέω
ποσάκις how often; how many times 3 ποσάκις
ἑπτάκις seven times 4 ἑπτάκις
ἑβδομηκοντάκις seventy times 1 ἑβδομηκοντάκις
συναίρω settle 3 συναίρω
μύριοι ten thousand 1 μύριοι
μακροθυμέω be patient 10 μακροθυμέω
δάνειον loan 1 δάνειον
σύνδουλος fellow slave 10 σύνδουλος
ὀφειλή obligation; debt 3 ὀφειλή
βασανιστής torturer; oppressive jailer 1 βασανιστής
ἄρσην male 9 ἄρσην
θῆλυς female 5 θῆλυς
συζεύγνυμι join together; pair 2 συζεύγνυμι
σκληροκαρδία hardness of heart; obstinacy 3 σκληροκαρδία
εὐνοῦχος eunuch 8 εὐνοῦχος
εὐνουχίζω make a eunuch of 2 εὐνουχίζω
ψευδομαρτυρέω bear false witness 5 ψευδομαρτυρέω
δεῦρο come; come here 9 δεῦρο
κτῆμα possession; landed property 4 κτῆμα
δυσκόλως with difficulty; hardly 3 δυσκόλως
τρύπημα hole 1 τρύπημα
ῥαφίς needle 2 ῥαφίς
ἀδύνατος impossible 10 ἀδύνατος
παλιγγενεσία regeneration; renewal 2 παλιγγενεσία
ἑκατονταπλασίων hundred times as much 3 ἑκατονταπλασίων
μισθόω hire 2 μισθόω
ἔνατος ninth 10 ἔνατος
ἑνδέκατος eleventh 3 ἑνδέκατος
ἐπίτροπος manager; foreman; steward 3 ἐπίτροπος
γογγύζω grumble; murmur 8 γογγύζω
ἴσος equal 8 ἴσος
βάρος burden; weight 6 βάρος
καύσων burning heat; heat; burning (sun) 3 καύσων
ἑταῖρος companion; comrade; friend 3 ἑταῖρος
εὐώνυμος left 9 εὐώνυμος
ἀγανακτέω be indignant; be angry 7 ἀγανακτέω
κατακυριεύω exercise dominion over 4 κατακυριεύω
κατεξουσιάζω exercise authority over 2 κατεξουσιάζω
λύτρον ransom 2 λύτρον
Ἰεριχώ Jericho 7 Ἰεριχώ
σιωπάω be silent; be quiet 10 σιωπάω
ὄμμα eye 2 ὄμμα
Βηθφαγή Bethphage 3 Βηθφαγή
κατέναντι in the sight of; before 8 κατέναντι
ὄνος donkey 5 ὄνος
Σιών Zion 7 Σιών
ἐπιβαίνω set foot in; go aboard 6 ἐπιβαίνω
ὑποζύγιον pack animal; draught animal 2 ὑποζύγιον
συντάσσω order; direct; prescribe 3 συντάσσω
ἐπικαθίζω sit (on) 1 ἐπικαθίζω
στρώννυμι spread 5 στρώννυμι
στρωννύω spread 1 στρωννύω
ὡσαννά hosanna 6 ὡσαννά
σείω shake; stir up; set in motion 5 σείω
Ναζαρέθ Nazareth 6 Ναζαρέθ
κολλυβιστής money changer; banker 3 κολλυβιστής
καταστρέφω turn 2 καταστρέφω
καθέδρα chair; seat 3 καθέδρα
σπήλαιον cave; hideout 6 σπήλαιον
θαυμάσιος wonderful; marvelous 1 θαυμάσιος
θηλάζω nurse 5 θηλάζω
αἶνος praise 2 αἶνος
αὐλίζομαι spend the night 2 αὐλίζομαι
ἐπανάγω return; put out (to sea) 3 ἐπανάγω
φύλλον leaf 6 φύλλον
μεταμέλομαι change one’s mind 6 μεταμέλομαι
φραγμός fence; hedge; partition 4 φραγμός
περιτίθημι put around; place around 8 περιτίθημι
ὀρύσσω dig; dig (up) 3 ὀρύσσω
ληνός winepress 5 ληνός
πύργος tower; watchtower 4 πύργος
ἐκδίδωμι let out for hire; lease 4 ἐκδίδωμι
ἀποδημέω go on a journey 6 ἀποδημέω
λιθοβολέω stone (to death); stone 8 λιθοβολέω
ἐντρέπω have regard for; respect 9 ἐντρέπω
ἀποδοκιμάζω reject 9 ἀποδοκιμάζω
θαυμαστός wonderful; marvelous 6 θαυμαστός
συνθλάω crush together 2 συνθλάω
λικμάω crush 2 λικμάω
ἄριστον noon meal; meal; breakfast 3 ἄριστον
ταῦρος bull; ox 4 ταῦρος
σιτιστός fattened 1 σιτιστός
ἀμελέω neglect; be unconcerned 4 ἀμελέω
ἐμπορία commerce; business; trade 1 ἐμπορία
ὑβρίζω insult; mistreat 5 ὑβρίζω
στράτευμα army; troops 8 στράτευμα
φονεύς murderer 7 φονεύς
ἐμπίμπρημι set on fire; burn 1 ἐμπίμπρημι
διέξοδος outlet; way out of town 1 διέξοδος
φιμόω silence; put to silence 7 φιμόω
κλητός called 10 κλητός
παγιδεύω ensnare; entrap 1 παγιδεύω
Ἡρῳδιανοί Herodians 3 Ἡρῳδιανοί
μέλει it is a concern; it is a care 10 μέλει
πονηρία wickedness; maliciousness 7 πονηρία
νόμισμα coin 1 νόμισμα
ἐπιγραφή inscription 5 ἐπιγραφή
ἐπιγαμβρεύω marry 1 ἐπιγαμβρεύω
γαμίζω give in marriage; marry 7 γαμίζω
νομικός lawyer; legal expert 9 νομικός
δεσμεύω tie up; bind 3 δεσμεύω
βαρύς heavy; weighty; important 6 βαρύς
ὦμος shoulder 2 ὦμος
δάκτυλος finger 8 δάκτυλος
κινέω move; shake (the head) 8 κινέω
πλατύνω make broad; enlarge 3 πλατύνω
φυλακτήριον phylactery 1 φυλακτήριον
μεγαλύνω exalt; glorify; magnify 8 μεγαλύνω
πρωτοκλισία place of honor 5 πρωτοκλισία
πρωτοκαθεδρία best seat; seat of honor 4 πρωτοκαθεδρία
ἀσπασμός greeting 10 ἀσπασμός
καθηγητής teacher 2 καθηγητής
προσήλυτος convert; proselyte 4 προσήλυτος
διπλοῦς double; two-fold 4 διπλοῦς
ἀποδεκατόω tithe; pay a tenth of 4 ἀποδεκατόω
ἡδύοσμον mint 2 ἡδύοσμον
ἄνηθον anise; dill 1 ἄνηθον
κύμινον cumin 1 κύμινον
διϋλίζω filter out; strain out 1 διϋλίζω
κώνωψ gnat 1 κώνωψ
καταπίνω swallow up 7 καταπίνω
παροψίς dish 2 παροψίς
ἁρπαγή robbery; plunder; seizure 3 ἁρπαγή
ἀκρασία lack of self control 2 ἀκρασία
ἐντός within; inside; among 2 ἐντός
ἐκτός except; unless; outside 8 ἐκτός
παρομοιάζω be like 1 παρομοιάζω
τάφος grave; tomb 7 τάφος
κονιάω whitewash 2 κονιάω
ὡραῖος beautiful; seasonable; timely 4 ὡραῖος
ὀστέον bone 4 ὀστέον
ἀκαθαρσία impurity; uncleanness 10 ἀκαθαρσία
μεστός full 9 μεστός
ὑπόκρισις hypocrisy 6 ὑπόκρισις
κοινωνός partner; sharer 10 κοινωνός
Ἅβελ Abel 4 Ἅβελ
Βαραχίας Barachiah 1 Βαραχίας
ἐπισυνάγω gather together 8 ἐπισυνάγω
ὄρνις bird; hen 2 ὄρνις
νοσσίον young bird; young (of a bird) 1 νοσσίον
πτέρυξ wing 5 πτέρυξ
θροέω trouble; alarm; be troubled 3 θροέω
ὠδίν birth pains 4 ὠδίν
ψύχω make cool; make cold 1 ψύχω
βδέλυγμα detestable thing; abomination 6 βδέλυγμα
ἐρήμωσις devastation; desolation 3 ἐρήμωσις
Δανιήλ Daniel 1 Δανιήλ
φυγή flight 1 φυγή
κολοβόω shorten 4 κολοβόω
ψευδόχριστος false messiah; false Christ 2 ψευδόχριστος
ἀστραπή lightning 9 ἀστραπή
ἀετός eagle 5 ἀετός
σκοτίζω darken 5 σκοτίζω
σελήνη moon 9 σελήνη
φέγγος light; brightness 3 φέγγος
ἄκρον extreme limit; end; top 6 ἄκρον
ἁπαλός tender 2 ἁπαλός
ἐκφύω put forth; sprout 2 ἐκφύω
θέρος summer 3 θέρος
Νῶε Noah 8 Νῶε
κατακλυσμός flood; deluge 4 κατακλυσμός
τρώγω eat 6 τρώγω
κιβωτός wooden box; chest; ark 6 κιβωτός
ἀλήθω grind 2 ἀλήθω
οἰκετεία household; household slaves 1 οἰκετεία
χρονίζω delay; take time 5 χρονίζω
μεθύω be drunk 5 μεθύω
διχοτομέω cut in two 2 διχοτομέω
λαμπάς lamp; torch 9 λαμπάς
ἀγγεῖον vessel; flask; container 1 ἀγγεῖον
νυστάζω nod; become drowsy 2 νυστάζω
κραυγή clamor; shout; shouting 6 κραυγή
ἀπάντησις meeting 3 ἀπάντησις
ἀρκέω be sufficient; be satisfied 8 ἀρκέω
εὖ well; pit; shaft 5 εὖ
σκληρός hard; harsh 5 σκληρός
διασκορπίζω scatter; disperse 9 διασκορπίζω
ὀκνηρός idle; lazy; lag; hold back 3 ὀκνηρός
τραπεζίτης money changer; banker 1 τραπεζίτης
κομίζω get back; receive back 10 κομίζω
τόκος interest 2 τόκος
ἀχρεῖος useless; worthless 2 ἀχρεῖος
ἔριφος young goat; goat 2 ἔριφος
ἐρίφιον young goat; goat 1 ἐρίφιον
καταράομαι curse 5 καταράομαι
κόλασις punishment 2 κόλασις
Καϊάφας Caiaphas 9 Καϊάφας
συμβουλεύω consult; plot; advise 4 συμβουλεύω
θόρυβος turmoil; uproar; commotion 7 θόρυβος
ἀλάβαστρος alabaster flask 4 ἀλάβαστρος
βαρύτιμος very expensive 1 βαρύτιμος
καταχέω pour out; pour down over 2 καταχέω
ἐνταφιάζω prepare for burial 2 ἐνταφιάζω
μνημόσυνον memory; memorial 3 μνημόσυνον
εὐκαιρία favorable opportunity 2 εὐκαιρία
ἄζυμος feast of unleavened bread 9 ἄζυμος
δεῖνα somebody; certain one 1 δεῖνα
ἐμβάπτω dip 2 ἐμβάπτω
τρύβλιον bowl; dish 2 τρύβλιον
γένημα fruit; product; yield 4 γένημα
ἄμπελος vine; grapevine 9 ἄμπελος
ὑμνέω sing (a hymn) 4 ὑμνέω
πατάσσω strike; hit 10 πατάσσω
ποίμνη flock 5 ποίμνη
χωρίον place; piece of land; field 10 χωρίον
Γεθσημανί Gethsemane 2 Γεθσημανί
αὐτοῦ there; here 4 αὐτοῦ
ἀδημονέω be distressed; be in anxiety 3 ἀδημονέω
περίλυπος deeply grieved; very sad 4 περίλυπος
προέρχομαι go on ahead; go on before 9 προέρχομαι
πρόθυμος willing; ready; eagerness 3 πρόθυμος
βαρέω weigh down; burden 6 βαρέω
καταφιλέω kiss 6 καταφιλέω
ἀποσπάω draw (out); withdraw 4 ἀποσπάω
ἀφαιρέω take away; remove; cut off 10 ἀφαιρέω
ὠτίον ear 3 ὠτίον
λεγιών camp; army; legion 4 λεγιών
καθέζομαι sit down; sit 7 καθέζομαι
ἔσω inside; inner 9 ἔσω
ψευδόμαρτυς false witness 2 ψευδόμαρτυς
καταμαρτυρέω bear witness against 3 καταμαρτυρέω
ἐξορκίζω put under oath; adjure 1 ἐξορκίζω
διαρήσσω tear; break 5 διαρήσσω
ἐμπτύω spit (on) 6 ἐμπτύω
κολαφίζω beat; strike with the fist 5 κολαφίζω
παίω strike; hit 5 παίω
λαλιά speech; speaking; accent 4 λαλιά
δῆλος clear; evident 3 δῆλος
καταθεματίζω curse 1 καταθεματίζω
πικρῶς bitterly 2 πικρῶς
πρωΐα early morning; early in the day 2 πρωΐα
ἀθῷος guiltless; innocent 2 ἀθῷος
ἀπάγχω hang oneself 1 ἀπάγχω
κορβανᾶς temple treasury 1 κορβανᾶς
κεραμεύς potter 3 κεραμεύς
ταφή burial; burial place 1 ταφή
καθά just as 1 καθά
εἴωθα be accustomed 4 εἴωθα
ἐπίσημος well known; notorious 2 ἐπίσημος
φθόνος envy; jealousy 9 φθόνος
περισσῶς exceedingly 4 περισσῶς
ἀπονίπτω wash off 1 ἀπονίπτω
ἀπέναντι before; opposite 5 ἀπέναντι
φραγελλόω flog; scourge 2 φραγελλόω
πραιτώριον praetorium 8 πραιτώριον
σπεῖρα cohort 7 σπεῖρα
ἐκδύω take off; strip 5 ἐκδύω
χλαμύς mantle; military cloak 2 χλαμύς
κόκκινος scarlet 6 κόκκινος
πλέκω weave; plait 3 πλέκω
Κυρηναῖος of Cyrene; Cyrenian 6 Κυρηναῖος
Γολγοθᾶ Golgotha 3 Γολγοθᾶ
κρανίον skull 4 κρανίον
χολή gall; bitter 2 χολή
μίγνυμι mix 4 μίγνυμι
παραπορεύομαι go by; pass by; go (through) 5 παραπορεύομαι
συσταυρόω crucify with 5 συσταυρόω
ἀναβοάω cry out; shout aloud 1 ἀναβοάω
ἠλί eli 3 ἠλί
λεμά lema 2 λεμά
σαβαχθάνι sabachthani 2 σαβαχθάνι
ἐγκαταλείπω forsake; abandon; desert 10 ἐγκαταλείπω
σπόγγος sponge 3 σπόγγος
ὄξος sour wine 6 ὄξος
καταπέτασμα curtain 6 καταπέτασμα
ἔγερσις resurrection 1 ἔγερσις
ἐμφανίζω reveal; make known 10 ἐμφανίζω
Ἁριμαθαία Arimathea 4 Ἁριμαθαία
τοὔνομα + name 1 τοὔνομα
ἐντυλίσσω wrap up; wrap (up); fold up 3 ἐντυλίσσω
σινδών linen cloth 6 σινδών
λατομέω hew (out of a rock) 2 λατομέω
προσκυλίω roll (up to) 2 προσκυλίω
παρασκευή day of preparation 6 παρασκευή
πλάνος deceiver; deceitful 5 πλάνος
ἀσφαλίζω make secure; fasten 4 ἀσφαλίζω
πλάνη error; deceit 10 πλάνη
κουστωδία guard of soldiers 3 κουστωδία
ὀψέ late in the day; evening 4 ὀψέ
ἐπιφώσκω dawn; draw near 2 ἐπιφώσκω
ἀποκυλίω roll away 4 ἀποκυλίω
εἰδέα appearance; appearing 1 εἰδέα
χιών snow 2 χιών
ἀμέριμνος free from care 2 ἀμέριμνος
ἕνδεκα eleven 6 ἕνδεκα
τάσσω designate; determine 8 τάσσω
Ἱεροσολυμίτης inhabitant of Jerusalem 2 Ἱεροσολυμίτης
κύπτω bend down 3 κύπτω
ἱμάς strap; thong 4 ἱμάς
ἀμφιβάλλω cast; throw 1 ἀμφιβάλλω
μισθωτός hired hand; hired man 3 μισθωτός
ἀνακράζω cry aloud 5 ἀνακράζω
Ναζαρηνός Nazarene 6 Ναζαρηνός
σπαράσσω shake; convulse 3 σπαράσσω
θαμβέω be astounded; be amazed 3 θαμβέω
συζητέω dispute; debate; argue 10 συζητέω
ἐπιτάσσω order; command 10 ἐπιτάσσω
πανταχοῦ everywhere 7 πανταχοῦ
δύνω set; go down 2 δύνω
ἔννυχος at night 1 ἔννυχος
καταδιώκω search for eagerly; hunt for 1 καταδιώκω
ἀλλαχοῦ elsewhere 1 ἀλλαχοῦ
κωμόπολις rural town 1 κωμόπολις
καθαρισμός purification 7 καθαρισμός
φανερῶς openly; publicly; clearly 3 φανερῶς
πάντοθεν from all directions 3 πάντοθεν
ἀποστεγάζω unroof; remove the roof 1 ἀποστεγάζω
ἐξορύσσω tear out; dig through 2 ἐξορύσσω
χαλάω let down; lower 7 χαλάω
Λευί Levi 8 Λευί
ἐπιράπτω sew (on) 1 ἐπιράπτω
Ἀβιαθάρ Abiathar 1 Ἀβιαθάρ
παρατηρέω watch closely 6 παρατηρέω
ἀγαθοποιέω do good; do what is right 10 ἀγαθοποιέω
κακοποιέω do evil 4 κακοποιέω
περιβλέπω look around; look around (at) 7 περιβλέπω
συλλυπέω be grieved with 1 συλλυπέω
πώρωσις hardness; dullness 3 πώρωσις
Ἰδουμαία Idumea 1 Ἰδουμαία
πλοιάριον boat; small boat 5 πλοιάριον
προσκαρτερέω be devoted to 10 προσκαρτερέω
μάστιξ suffering; torment; whip 6 μάστιξ
Βοανηργές Boanerges 1 Βοανηργές
ἁμάρτημα sin 5 ἁμάρτημα
στήκω stand firm; stand 9 στήκω
κύκλῳ around; in a circle 8 κύκλῳ
παραδέχομαι look forward to; wait for 6 παραδέχομαι
ἀπόκρυφος hidden 3 ἀπόκρυφος
σπόρος seed 6 σπόρος
μηκύνω make long; grow (long) 1 μηκύνω
αὐτόματος by itself 2 αὐτόματος
δρέπανον sickle 8 δρέπανον
ἐπιλύω explain; interpret; decide 2 ἐπιλύω
λαῖλαψ hurricane; storm; gust 3 λαῖλαψ
γεμίζω fill 9 γεμίζω
πρύμνα stern (of a boat) 3 πρύμνα
προσκεφάλαιον pillow; cushion 1 προσκεφάλαιον
διεγείρω arouse; stir up; wake up 6 διεγείρω
Γερασηνός from Gerasa 3 Γερασηνός
κατοίκησις dwelling 1 κατοίκησις
μνῆμα tomb 8 μνῆμα
πέδη fetter; shackle 3 πέδη
διασπάω tear apart 2 διασπάω
δαμάζω tame; subdue 4 δαμάζω
κατακόπτω cut 1 κατακόπτω
ὁρκίζω adjure; implore 2 ὁρκίζω
δισχίλιοι two thousand 1 δισχίλιοι
ἱματίζω clothe 2 ἱματίζω
σωφρονέω be sensible; be reasonable 6 σωφρονέω
διηγέομαι tell; relate; describe 8 διηγέομαι
ἀρχισυνάγωγος ruler of a synagogue 9 ἀρχισυνάγωγος
Ἰάϊρος Jairus 2 Ἰάϊρος
θυγάτριον (little) daughter 2 θυγάτριον
ἐσχάτως extremely; finally 1 ἐσχάτως
συνθλίβω press together; press upon 2 συνθλίβω
ῥύσις flowing; flow 3 ῥύσις
δαπανάω spend 5 δαπανάω
τρέμω tremble; tremble (in awe) 3 τρέμω
συνακολουθέω follow; follow along 3 συνακολουθέω
ἀλαλάζω wail; clash 2 ἀλαλάζω
ταλιθά talitha 1 ταλιθά
κοῦμ koum 1 κοῦμ
ἔκστασις amazement; astonishment 7 ἔκστασις
Ἰωσῆς Joses 3 Ἰωσῆς
ὑποδέω tie underneath; put on 3 ὑποδέω
σανδάλιον sandal 2 σανδάλιον
χοῦς dust; soil 2 χοῦς
ἐνέχω hold a grudge; bear ill will 3 ἐνέχω
ἀπορέω be at a loss; be perplexed 6 ἀπορέω
ἡδέως gladly 5 ἡδέως
εὔκαιρος well-timed; suitable 2 εὔκαιρος
μεγιστάν person of high rank 3 μεγιστάν
ἥμισυς half 5 ἥμισυς
ἐξαυτῆς at once; immediately 6 ἐξαυτῆς
σπεκουλάτωρ courier; executioner 1 σπεκουλάτωρ
εὐκαιρέω have opportunity; have time 3 εὐκαιρέω
συντρέχω run together; run with 3 συντρέχω
διακόσιοι two hundred 8 διακόσιοι
συμπόσιον party; group 2 συμπόσιον
χλωρός green 4 χλωρός
πρασιά garden bed 2 πρασιά
πεντήκοντα fifty 7 πεντήκοντα
κατακλάω break in pieces 2 κατακλάω
ἀποτάσσω say farewell (to); renounce 6 ἀποτάσσω
ἐλαύνω drive; row 5 ἐλαύνω
πωρόω harden 5 πωρόω
προσορμίζω come into harbor 1 προσορμίζω
περιτρέχω run about 1 περιτρέχω
περιφέρω carry about; carry around 3 περιφέρω
πυγμή fist 1 πυγμή
βαπτισμός baptism; washing 4 βαπτισμός
ξέστης pitcher; jug 1 ξέστης
χαλκίον bronze vessel; kettle 1 χαλκίον
κορβᾶν corban 1 κορβᾶν
παρόμοιος like; similar 1 παρόμοιος
πλεονεξία greediness 10 πλεονεξία
ἀσέλγεια licentiousness 10 ἀσέλγεια
ὑπερηφανία arrogance; pride 1 ὑπερηφανία
ἀφροσύνη foolishness 4 ἀφροσύνη
λανθάνω escape notice 6 λανθάνω
Ἑλληνίς Greek 2 Ἑλληνίς
Συροφοινίκισσα Syrophoenician 1 Συροφοινίκισσα
μογιλάλος speaking with difficulty 1 μογιλάλος
ἀπολαμβάνω receive; recover; get back 10 ἀπολαμβάνω
πτύω spit 3 πτύω
στενάζω sigh; groan 6 στενάζω
ἐφφαθά ephphatha 1 ἐφφαθά
διανοίγω open; explain; interpret 8 διανοίγω
ὀρθῶς rightly; correctly 4 ὀρθῶς
ὑπερπερισσῶς beyond all measure 1 ὑπερπερισσῶς
ἄλαλος mute; unable to speak 3 ἄλαλος
Δαλμανουθά Dalmanutha 1 Δαλμανουθά
ἀναστενάζω sigh deeply 1 ἀναστενάζω
ἐκφέρω bring out; carry out 8 ἐκφέρω
τηλαυγῶς plainly; clearly 1 τηλαυγῶς
στίλβω shine; be radiant 1 στίλβω
γναφεύς cloth refiner 1 γναφεύς
λευκαίνω whiten; make white 2 λευκαίνω
ἔκφοβος terrified 2 ἔκφοβος
ἐξάπινα suddenly 1 ἐξάπινα
ἐξουδενέω treat with contempt; despise 1 ἐξουδενέω
ἐκθαμβέω be very excited; be alarmed 4 ἐκθαμβέω
προστρέχω run up to 3 προστρέχω
ἀφρίζω foam at the mouth 2 ἀφρίζω
τρίζω gnash; grind 1 τρίζω
συσπαράσσω convulse 2 συσπαράσσω
κυλίω roll 1 κυλίω
παιδιόθεν from childhood 1 παιδιόθεν
ἐπισυντρέχω run together; run with 1 ἐπισυντρέχω
κἀκεῖθεν and + from there 10 κἀκεῖθεν
ἐναγκαλίζομαι take into one’s arms; hug 2 ἐναγκαλίζομαι
περίκειμαι be around; be placed around 5 περίκειμαι
ἀποκόπτω cut off; cut away 6 ἀποκόπτω
σκώληξ worm 1 σκώληξ
ἄναλος without salt 1 ἄναλος
ἀρτύω season; salt 3 ἀρτύω
εἰρηνεύω be at peace; keep the peace 4 εἰρηνεύω
συμπορεύομαι go (along) with 4 συμπορεύομαι
προσκολλάω join 2 προσκολλάω
κατευλογέω bless 1 κατευλογέω
ἀποστερέω defraud; steal 6 ἀποστερέω
νεότης youth 4 νεότης
χρῆμα money; property; wealth 6 χρῆμα
δύσκολος hard; difficult 1 δύσκολος
τρυμαλιά hole; eye (of a needle) 1 τρυμαλιά
συμβαίνω happen; come about 8 συμβαίνω
προσπορεύομαι come up to; approach 1 προσπορεύομαι
Τιμαῖος Timaeus 1 Τιμαῖος
Βαρτιμαῖος Bartimaeus 1 Βαρτιμαῖος
προσαίτης beggar 2 προσαίτης
ἀποβάλλω throw off; throw away; lose 3 ἀποβάλλω
ἀναπηδάω jump up 1 ἀναπηδάω
ῥαββουνί Rabboni 2 ῥαββουνί
ἄμφοδον street 1 ἄμφοδον
στιβάς leaves; leafy branches 1 στιβάς
ἀναμιμνῄσκω be reminded; remember 6 ἀναμιμνῄσκω
ὄντως really; truly 10 ὄντως
ὑπολήνιον trough for a winepress 1 ὑπολήνιον
κεφαλιόω strike on the head 1 κεφαλιόω
ἀτιμάζω dishonor; shame 7 ἀτιμάζω
ἀγρεύω catch unawares 1 ἀγρεύω
ἐκθαυμάζω be utterly amazed 1 ἐκθαυμάζω
ἐξανίστημι raise up; rise; stand up 3 ἐξανίστημι
βάτος thorn bush; bush 6 βάτος
ἰσχύς strength; might 10 ἰσχύς
σύνεσις insight; understanding 7 σύνεσις
ὁλοκαύτωμα whole burnt offering 3 ὁλοκαύτωμα
νουνεχῶς wisely; thoughtfully 1 νουνεχῶς
στολή robe; long flowing robe 9 στολή
πρόφασις pretext 6 πρόφασις
μακρός long; lengthy; far away 4 μακρός
γαζοφυλάκιον treasury; contribution box 5 γαζοφυλάκιον
λεπτός small copper coin; lepton 3 λεπτός
ὑστέρησις need; lack; poverty; want 2 ὑστέρησις
βίος life 10 βίος
συντελέω complete; finish; close 6 συντελέω
προμεριμνάω be anxious beforehand 1 προμεριμνάω
ἀποπλανάω mislead; stray 2 ἀποπλανάω
ἀγρυπνέω be alert; look after 4 ἀγρυπνέω
ἀπόδημος away on a journey 1 ἀπόδημος
θυρωρός doorkeeper 4 θυρωρός
μεσονύκτιον midnight 4 μεσονύκτιον
ἀλεκτοροφωνία crowing of a rooster 1 ἀλεκτοροφωνία
ἐξαίφνης suddenly 5 ἐξαίφνης
νάρδος nard; ointment of nard 2 νάρδος
πιστικός genuine; unadulterated 2 πιστικός
πολυτελής expensive; costly 3 πολυτελής
τριακόσιοι three hundred 2 τριακόσιοι
προλαμβάνω do before the time 3 προλαμβάνω
μυρίζω anoint 1 μυρίζω
ἐνταφιασμός preparation for burial 2 ἐνταφιασμός
εὐκαίρως conveniently; in season 2 εὐκαίρως
ἀπαντάω meet; go to meet 2 ἀπαντάω
κεράμιον earthenware vessel; jar 2 κεράμιον
κατάλυμα lodging place; guest room 3 κατάλυμα
ἀνάγαιον upstairs room 2 ἀνάγαιον
δίς twice 6 δίς
ἐκπερισσῶς with great emphasis 1 ἐκπερισσῶς
συναποθνῄσκω die with 3 συναποθνῄσκω
ἀββά Abba; abba 3 ἀββά
παραφέρω take away; remove; carry away 4 παραφέρω
καταβαρύνω weigh down; burden 1 καταβαρύνω
σύσσημον signal; sign 1 σύσσημον
ἀσφαλῶς securely; assuredly 3 ἀσφαλῶς
σπάω draw (a sword) 2 σπάω
ὠτάριον ear 2 ὠτάριον
συγκάθημαι sit with 2 συγκάθημαι
θερμαίνω warm; warm oneself 6 θερμαίνω
χειροποίητος made by hands 6 χειροποίητος
ἀχειροποίητος not made by (human) hand 3 ἀχειροποίητος
εὐλογητός blessed 8 εὐλογητός
περικαλύπτω cover; conceal; blindfold 3 περικαλύπτω
ῥάπισμα blow; slap in the face 3 ῥάπισμα
προαύλιον forecourt; gateway 1 προαύλιον
ὁμοιάζω be like 1 ὁμοιάζω
ἀναθεματίζω put under a curse; curse 4 ἀναθεματίζω
ἀποφέρω carry away; take away 6 ἀποφέρω
στασιαστής rebel, revolutionary; rebel; revolutionary 1 στασιαστής
στάσις riot; rebellion; insurrection 9 στάσις
ἀνασείω stir up; incite 2 ἀνασείω
συγκαλέω call together; summon 8 συγκαλέω
ἐνδιδύσκω dress; put on 2 ἐνδιδύσκω
πορφύρα purple 4 πορφύρα
ἀκάνθινος of thorns; thorny 2 ἀκάνθινος
Ἀλέξανδρος Alexander 6 Ἀλέξανδρος
Ῥοῦφος Rufus 2 Ῥοῦφος
σμυρνίζω treat with myrrh 1 σμυρνίζω
ἐπιγράφω write on; inscribe 5 ἐπιγράφω
οὐά aha! 1 οὐά
ἐλωΐ eloi 2 ἐλωΐ
καθαιρέω take down; bring down 9 καθαιρέω
ἐκπνέω breathe out; expire 3 ἐκπνέω
κεντυρίων centurion 3 κεντυρίων
Σαλώμη Salome 2 Σαλώμη
συναναβαίνω go up with; come up with 2 συναναβαίνω
προσάββατον day before the Sabbath 1 προσάββατον
εὐσχήμων prominent; of high repute 5 εὐσχήμων
βουλευτής councillor 2 βουλευτής
δωρέομαι present; bestow 3 δωρέομαι
ἐνειλέω wrap; wrap up in 1 ἐνειλέω
πού where; somewhere 7 πού
διαγίνομαι pass; be over 3 διαγίνομαι
ἄρωμα fragrant spice 4 ἄρωμα
τρόμος trembling 5 τρόμος
συντόμως briefly; concisely; promptly 2 συντόμως
ἐξαγγέλλω proclaim; report 2 ἐξαγγέλλω
δύσις west 1 δύσις
ἄφθαρτος imperishable; incorruptible 8 ἄφθαρτος
ἀπιστέω disbelieve; refuse to believe 8 ἀπιστέω
μορφή form 3 μορφή
παρακολουθέω follow faithfully; follow 4 παρακολουθέω
θανάσιμος deadly 1 θανάσιμος
βλάπτω hurt 2 βλάπτω
συνεργέω work together 5 συνεργέω
βεβαιόω establish; confirm 8 βεβαιόω
ἐπακολουθέω follow; follow after 4 ἐπακολουθέω
ἐπειδήπερ inasmuch as; since 1 ἐπειδήπερ
ἐπιχειρέω try; endeavor; attempt 3 ἐπιχειρέω
ἀνατάσσομαι organize in a series; compose 1 ἀνατάσσομαι
διήγησις narrative; account 1 διήγησις
πληροφορέω fulfill; convince fully 6 πληροφορέω
αὐτόπτης eyewitness 1 αὐτόπτης
καθεξῆς in order; one after the other 5 καθεξῆς
κράτιστος most noble; most excellent 4 κράτιστος
Θεόφιλος Theophilus 2 Θεόφιλος
κατηχέω teach; instruct 8 κατηχέω
ἀσφάλεια safety; security; certainty 3 ἀσφάλεια
ἐφημερία division 2 ἐφημερία
Ἀαρών Aaron 5 Ἀαρών
Ἐλισάβετ Elizabeth 9 Ἐλισάβετ
ἐναντίον before; in the sight of 5 ἐναντίον
δικαίωμα requirement; commandment 10 δικαίωμα
ἄμεμπτος blameless; above reproach 5 ἄμεμπτος
καθότι because 6 καθότι
στεῖρα barren; infertile 4 στεῖρα
ἱερατεύω perform the service of a priest 1 ἱερατεύω
τάξις order; fixed succession 9 τάξις
ἔναντι before; former; earlier; previously 2 ἔναντι
ἱερατεία priesthood 2 ἱερατεία
λαγχάνω receive; obtain 4 λαγχάνω
θυμιάω burn incense 1 θυμιάω
θυμίαμα incense; incense offering 6 θυμίαμα
ἀγαλλίασις exultation; joy 5 ἀγαλλίασις
σίκερα beer 1 σίκερα
ἀπειθής disobedient 6 ἀπειθής
φρόνησις understanding; wisdom 2 φρόνησις
πρεσβύτης old man 3 πρεσβύτης
Γαβριήλ Gabriel 2 Γαβριήλ
ὀπτασία vision 4 ὀπτασία
διανεύω give a sign 1 διανεύω
διαμένω remain; continue 5 διαμένω
λειτουργία service; ministry 6 λειτουργία
περικρύβω hide; conceal (entirely) 1 περικρύβω
ἐπεῖδον look at; concern oneself with 2 ἐπεῖδον
ὄνειδος reproach; disgrace 1 ὄνειδος
χαριτόω bestow favor on; favor highly 2 χαριτόω
διαταράσσω confuse; perplex (greatly) 1 διαταράσσω
ἐπέρχομαι come; come upon 9 ἐπέρχομαι
συγγενίς kinswoman; relative 1 συγγενίς
γῆρας old age 1 γῆρας
δούλη female slave 3 δούλη
ὀρεινός mountainous; hill country 2 ὀρεινός
σκιρτάω leap; leap for joy 3 σκιρτάω
βρέφος baby; infant 8 βρέφος
ἀναφωνέω cry aloud 1 ἀναφωνέω
τελείωσις fulfillment; completion 2 τελείωσις
ἐπιβλέπω look upon; look favorably on 3 ἐπιβλέπω
ταπείνωσις humiliation; humble 4 ταπείνωσις
μακαρίζω consider blessed 2 μακαρίζω
βραχίων arm 3 βραχίων
ὑπερήφανος arrogant; proud 5 ὑπερήφανος
δυνάστης ruler; sovereign 3 δυνάστης
ἐμπίπλημι satisfy; fill 5 ἐμπίπλημι
ἀντιλαμβάνω help; come to the aid of 3 ἀντιλαμβάνω
περίοικος living in the neighborhood 1 περίοικος
συγχαίρω rejoice with 7 συγχαίρω
ὄγδοος eighth 5 ὄγδοος
συγγένεια relationship; kinship 3 συγγένεια
ἐννεύω make signs 1 ἐννεύω
πινακίδιον writing tablet 1 πινακίδιον
περιοικέω be in the neighborhood of 1 περιοικέω
διαλαλέω discuss 2 διαλαλέω
λύτρωσις redemption 3 λύτρωσις
ἀφόβως without fear; fearlessly 4 ἀφόβως
ὁσιότης holiness 2 ὁσιότης
προπορεύομαι go on before 2 προπορεύομαι
ὕψος height; high place 6 ὕψος
ἐπιφαίνω appear; give light to; show 4 ἐπιφαίνω
κατευθύνω direct; lead 3 κατευθύνω
κραταιόω become strong; strengthen 4 κραταιόω
ἀνάδειξις revelation; public appearance 1 ἀνάδειξις
δόγμα command; ordinance; decree 5 δόγμα
Αὔγουστος Augustus 1 Αὔγουστος
ἀπογράφω enroll; register 4 ἀπογράφω
ἀπογραφή census; registration 2 ἀπογραφή
ἡγεμονεύω be leader; command; rule 2 ἡγεμονεύω
Κυρήνιος Quirinius 1 Κυρήνιος
πατριά family; lineage; people 3 πατριά
ἔγκυος be pregnant 1 ἔγκυος
πρωτότοκος first-born; firstborn 8 πρωτότοκος
σπαργανόω wrap up in cloths 2 σπαργανόω
φάτνη manger; feeding trough 4 φάτνη
ἀγραυλέω live out of doors 1 ἀγραυλέω
περιλάμπω shine around 2 περιλάμπω
στρατιά army; host 2 στρατιά
αἰνέω praise 8 αἰνέω
σπεύδω hurry; hasten 6 σπεύδω
ἀνευρίσκω look for; search for; find 2 ἀνευρίσκω
συμβάλλω converse; confer 6 συμβάλλω
ὀκτώ eight 8 ὀκτώ
μήτρα womb 2 μήτρα
ζεῦγος pair; yoke 2 ζεῦγος
τρυγών small pigeon; turtledove 1 τρυγών
νοσσός young 1 νοσσός
Συμεών Simeon 7 Συμεών
εὐλαβής devout; God-fearing 4 εὐλαβής
ἐθίζω accustom 1 ἐθίζω
ἀγκάλη arm 1 ἀγκάλη
δεσπότης lord; master 10 δεσπότης
σωτήριος bringing salvation; saving 5 σωτήριος
ἀντιλέγω contradict; speak against 9 ἀντιλέγω
ῥομφαία sword 7 ῥομφαία
Ἅννα Anna 1 Ἅννα
προφῆτις prophetess 2 προφῆτις
Φανουήλ Phanuel 1 Φανουήλ
Ἀσήρ Asher 2 Ἀσήρ
παρθενία virginity 1 παρθενία
ὀγδοήκοντα eighty 2 ὀγδοήκοντα
νηστεία fast 5 νηστεία
ἀνθομολογέομαι praise; thank 1 ἀνθομολογέομαι
συνοδία caravan; group of travelers 1 συνοδία
ἀναζητέω look for; search for 3 ἀναζητέω
ἀπόκρισις obedience 4 ἀπόκρισις
ὀδυνάω be pained; be distressed 4 ὀδυνάω
διατηρέω keep; treasure 2 διατηρέω
προκόπτω progress; advance 6 προκόπτω
πεντεκαιδέκατος fifteenth 1 πεντεκαιδέκατος
ἡγεμονία rule; reign 1 ἡγεμονία
Τιβέριος Tiberius 1 Τιβέριος
Πόντιος Pontius 3 Πόντιος
τετρααρχέω be tetrarch 3 τετρααρχέω
Ἰτουραῖος Iturea 1 Ἰτουραῖος
Τραχωνῖτις Trachonitis 1 Τραχωνῖτις
Λυσανίας Lysanias 1 Λυσανίας
Ἀβιληνή Abilene 1 Ἀβιληνή
Ἅννας Annas 4 Ἅννας
φάραγξ ravine; valley 1 φάραγξ
βουνός hill 2 βουνός
σκολιός crooked; harsh; unjust 4 σκολιός
τραχύς rough; uneven 2 τραχύς
λεῖος smooth; level 1 λεῖος
μεταδίδωμι share; give 5 μεταδίδωμι
στρατεύω wage war; fight 7 στρατεύω
διασείω extort 1 διασείω
συκοφαντέω harass; blackmail; extort 2 συκοφαντέω
ὀψώνιον pay; wages; compensation 4 ὀψώνιον
διακαθαίρω clean out 1 διακαθαίρω
κατακλείω shut up; lock up 2 κατακλείω
σωματικός bodily; of the body 2 σωματικός
εἶδος form; outward appearance 5 εἶδος
Μαθθάτ Matthat 2 Μαθθάτ
Μελχί Melchi 2 Μελχί
Ἰανναί Jannai 1 Ἰανναί
Ματταθίας Mattathias 2 Ματταθίας
Ναούμ Nahum 1 Ναούμ
Ἑσλί Esli 1 Ἑσλί
Ναγγαί Naggai 1 Ναγγαί
Μάαθ Maath 1 Μάαθ
Σεμεΐν Semein 1 Σεμεΐν
Ἰωσήχ Josech 1 Ἰωσήχ
Ἰωδά Joda 1 Ἰωδά
Ἰωανάν Joanan 1 Ἰωανάν
Ῥησά Rhesa 1 Ῥησά
Νηρί Neri 1 Νηρί
Ἀδδί Addi 1 Ἀδδί
Κωσάμ Cosam 1 Κωσάμ
Ἐλμαδάμ Elmadam 1 Ἐλμαδάμ
Ἤρ Er 1 Ἤρ
Ἐλιέζερ Eliezer 1 Ἐλιέζερ
Ἰωρίμ Jorim 1 Ἰωρίμ
Ἰωνάμ Jonam 1 Ἰωνάμ
Μελεά Melea 1 Μελεά
Μεννά Menna 1 Μεννά
Ματταθά Mattatha 1 Ματταθά
Ναθάμ Nathan 1 Ναθάμ
Βόος Boaz 1 Βόος
Σαλά Sala 2 Σαλά
Ἀδμίν Admin 1 Ἀδμίν
Ἀρνί Arni 1 Ἀρνί
Θάρα Terah 1 Θάρα
Ναχώρ Nahor 1 Ναχώρ
Σερούχ Serug 1 Σερούχ
Ῥαγαύ Reu 1 Ῥαγαύ
Φάλεκ Peleg 1 Φάλεκ
Ἔβερ Eber 1 Ἔβερ
Καϊνάμ Cainan 2 Καϊνάμ
Ἀρφαξάδ Arphaxad 1 Ἀρφαξάδ
Σήμ Shem 1 Σήμ
Λάμεχ Lamech 1 Λάμεχ
Μαθουσαλά Methuselah 1 Μαθουσαλά
Ἑνώχ Enoch 3 Ἑνώχ
Ἰάρετ Jared 1 Ἰάρετ
Μαλελεήλ Mahalalel 1 Μαλελεήλ
Ἐνώς Enosh 1 Ἐνώς
Σήθ Seth 1 Σήθ
Ἀδάμ Adam 9 Ἀδάμ
στιγμή moment 1 στιγμή
ἐντεῦθεν from here 10 ἐντεῦθεν
διαφυλάσσω guard; protect 1 διαφυλάσσω
ἀναπτύσσω unroll 1 ἀναπτύσσω
χρίω anoint 5 χρίω
αἰχμάλωτος captive 1 αἰχμάλωτος
ἀνάβλεψις recovery of sight 1 ἀνάβλεψις
θραύω break; oppressed 1 θραύω
δεκτός acceptable 5 δεκτός
πτύσσω fold up; roll up 1 πτύσσω
πάντως certainly; doubtless 8 πάντως
Σάρεπτα Zarephath 1 Σάρεπτα
Σιδώνιος Sidon; Sidonian 2 Σιδώνιος
Ἐλισαῖος Elisha 1 Ἐλισαῖος
Ναιμάν Naaman 1 Ναιμάν
Σύρος Syrian 1 Σύρος
ὀφρῦς brow; edge (of a cliff) 1 ὀφρῦς
κατακρημνίζω throw down (from) a cliff 1 κατακρημνίζω
ἔα ah!; ha! 1 ἔα
θάμβος amazement; awe 3 θάμβος
ἦχος sound; noise; report; news 4 ἦχος
ἐπίκειμαι press around; press upon 7 ἐπίκειμαι
ἀποβαίνω get out; turn out; lead to 4 ἀποβαίνω
πλύνω bathe; wash 3 πλύνω
ἄγρα catching; catch 2 ἄγρα
ἐπιστάτης Lord’s 7 ἐπιστάτης
συγκλείω confine; imprison; enclose 4 συγκλείω
κατανεύω signal 1 κατανεύω
μέτοχος sharing in; participating in 6 μέτοχος
βυθίζω sink; plunge 2 βυθίζω
περιέχω seize; come upon; contain 2 περιέχω
ζωγρέω capture alive; catch 2 ζωγρέω
κατάγω bring down; bring 9 κατάγω
ὑποχωρέω go off; withdraw 2 ὑποχωρέω
νομοδιδάσκαλος teacher of the law 3 νομοδιδάσκαλος
παραλύω disable; weaken 5 παραλύω
κέραμος roof tile 1 κέραμος
καθίημι let down; lower 4 καθίημι
κλινίδιον bed; pallet; stretcher 2 κλινίδιον
παράδοξος strange; wonderful 1 παράδοξος
δοχή reception; banquet 2 δοχή
πυκνός often; frequently; frequent 3 πυκνός
μήγε not; otherwise 5 μήγε
βλητέος must be put 1 βλητέος
διαπορεύομαι go through; pass through 5 διαπορεύομαι
ψώχω rub 1 ψώχω
ὁπότε when 1 ὁπότε
ἄνοια fury; folly; foolishness 2 ἄνοια
διανυκτερεύω spend the whole night 1 διανυκτερεύω
ὀνομάζω name; call 9 ὀνομάζω
ζηλωτής zealous; zealous adherent 8 ζηλωτής
προδότης traitor; betrayer 3 προδότης
πεδινός flat, level; flat; level 1 πεδινός
παράλιος seacoast 1 παράλιος
ἐνοχλέω trouble; annoy 2 ἐνοχλέω
γελάω laugh 2 γελάω
ἐπηρεάζω threaten; mistreat; revile 2 ἐπηρεάζω
ἀπαιτέω ask for; demand 2 ἀπαιτέω
ἀπελπίζω expect back 1 ἀπελπίζω
ἀχάριστος ungrateful 2 ἀχάριστος
οἰκτίρμων merciful; compassionate 3 οἰκτίρμων
πιέζω press down 1 πιέζω
ὑπερεκχύννω pour out over; overflow 1 ὑπερεκχύννω
κόλπος bosom; breast; chest 6 κόλπος
ἀντιμετρέω measure in return 1 ἀντιμετρέω
τρυγάω harvest 3 τρυγάω
προφέρω grow up; come up 2 προφέρω
σκάπτω dig 3 σκάπτω
βαθύνω go down deep 1 βαθύνω
θεμέλιον foundation 4 θεμέλιον
πλήμμυρα flood 1 πλήμμυρα
προσρήσσω burst upon; burst against 2 προσρήσσω
συμπίπτω fall in; collapse 1 συμπίπτω
ῥῆγμα wreck; ruin; collapse 1 ῥῆγμα
ἐπειδή because; since 10 ἐπειδή
ἔντιμος valuable; precious; honored 5 ἔντιμος
σπουδαίως diligently; earnestly 4 σπουδαίως
ἀξιόω consider worthy 7 ἀξιόω
ἑξῆς next 5 ἑξῆς
Ναΐν Nain 1 Ναΐν
ἐκκομίζω carry out (for burial) 1 ἐκκομίζω
μονογενής one and only; only 9 μονογενής
σορός coffin, bier; coffin; bier 1 σορός
ἀνακαθίζω sit up 2 ἀνακαθίζω
ἱματισμός clothing 5 ἱματισμός
ἔνδοξος glorious; splendid; honored 4 ἔνδοξος
τρυφή luxury; spendor; indulgence 2 τρυφή
βασίλειος royal; royal official 2 βασίλειος
κατακλίνω recline at dinner 5 κατακλίνω
δάκρυον tear 10 δάκρυον
ἐκμάσσω wipe; wipe dry; dry 5 ἐκμάσσω
χρεοφειλέτης debtor 2 χρεοφειλέτης
δανιστής money-lender; creditor 1 δανιστής
πεντακόσιοι five hundred 2 πεντακόσιοι
ὑπολαμβάνω assume; think; believe 5 ὑπολαμβάνω
φίλημα kiss 7 φίλημα
διαλείπω stop; cease 1 διαλείπω
χάριν on account of 9 χάριν
διοδεύω travel through; go about 2 διοδεύω
Ἰωάννα Joanna 2 Ἰωάννα
Χουζᾶς Chuza 1 Χουζᾶς
Σουσάννα Susanna 1 Σουσάννα
σύνειμι be with; come together 3 σύνειμι
ἐπιπορεύομαι go; journey to 1 ἐπιπορεύομαι
καταπίπτω fall (down); fall down 3 καταπίπτω
φύω grow up; come up 3 φύω
ἰκμάς moisture 1 ἰκμάς
συμφύω grow up with 1 συμφύω
ἀποπνίγω choke; drown; strangle 2 ἀποπνίγω
ἡδονή pleasure 5 ἡδονή
τελεσφορέω bear fruit to maturity 1 τελεσφορέω
συντυγχάνω come together with; meet 1 συντυγχάνω
πλέω sail 6 πλέω
ἀφυπνόω fall asleep 1 ἀφυπνόω
συμπληρόω fulfill; approach; come 3 συμπληρόω
κινδυνεύω be in danger; run a risk 4 κινδυνεύω
κλύδων surf; rough water 2 κλύδων
καταπλέω sail down; sail toward 1 καταπλέω
ἀντιπέρα opposite 1 ἀντιπέρα
συναρπάζω seize 4 συναρπάζω
ἄβυσσος netherworld; abyss 9 ἄβυσσος
ἀποδέχομαι welcome; accept 7 ἀποδέχομαι
προσαναλόω spend lavishly 1 προσαναλόω
ἀποθλίβω press upon; crowd 1 ἀποθλίβω
ἀποτινάσσω shake off 2 ἀποτινάσσω
διαπορέω be greatly perplexed 4 διαπορέω
θεραπεία treatment; healing; servants 3 θεραπεία
ἐπισιτισμός provisions 1 ἐπισιτισμός
κλισία group of people eating together 1 κλισία
ἐξαστράπτω flash or gleam like lightning 1 ἐξαστράπτω
ἔξοδος departure; death; exodus 3 ἔξοδος
διαγρηγορέω keep awake; be fully awake 1 διαγρηγορέω
διαχωρίζω separate; part; go away 1 διαχωρίζω
σιγάω be silent; stop speaking 9 σιγάω
συναντάω meet; happen 6 συναντάω
ἀφρός foam 1 ἀφρός
μόγις scarcely; with difficulty 1 μόγις
προσάγω lead; bring; approach 4 προσάγω
μεγαλειότης grandeur; majesty 3 μεγαλειότης
παρακαλύπτω hide; conceal 1 παρακαλύπτω
αἰσθάνομαι perceive; understand 1 αἰσθάνομαι
ἀνάλημψις taking up; ascension 1 ἀνάλημψις
ἀναλόω destroy; consume 2 ἀναλόω
διαγγέλλω proclaim; announce; report 3 διαγγέλλω
ἄροτρον plow 1 ἄροτρον
εὔθετος suitable; usable; fit 3 εὔθετος
ἀναδείκνυμι appoint; commission 2 ἀναδείκνυμι
ἑβδομήκοντα seventy 5 ἑβδομήκοντα
ἀρήν lamb 1 ἀρήν
βαλλάντιον money bag; purse 4 βαλλάντιον
ἐπαναπαύομαι find rest; find comfort 2 ἐπαναπαύομαι
ἀπομάσσω wipe off 1 ἀπομάσσω
καταβιβάζω be brought down; cast against 1 καταβιβάζω
πατέω trample; tread on; tread 5 πατέω
σκορπίος scorpion 5 σκορπίος
ἐγγράφω write down; inscribe 3 ἐγγράφω
ἀποκρύπτω hide; conceal 4 ἀποκρύπτω
περιπίπτω fall into; encounter 3 περιπίπτω
ἡμιθανής half dead 1 ἡμιθανής
συγκυρία chance; coincidence 1 συγκυρία
ἀντιπαρέρχομαι pass by on the opposite side 2 ἀντιπαρέρχομαι
Λευίτης Levite 3 Λευίτης
ὁδεύω travel 1 ὁδεύω
καταδέω bind up; bandage 1 καταδέω
τραῦμα wound 1 τραῦμα
ἐπιχέω pour on 1 ἐπιχέω
ἐπιβιβάζω put on; place upon 3 ἐπιβιβάζω
κτῆνος (domesticated) animal 4 κτῆνος
πανδοχεῖον inn 1 πανδοχεῖον
ἐπιμελέομαι take care of 3 ἐπιμελέομαι
πανδοχεύς innkeeper 1 πανδοχεύς
προσδαπανάω spend in addition 1 προσδαπανάω
ἐπανέρχομαι return 2 ἐπανέρχομαι
ὑποδέχομαι receive; welcome 4 ὑποδέχομαι
ὅδε this 10 ὅδε
παρακαθέζομαι attend to 1 παρακαθέζομαι
περισπάω be distracted 1 περισπάω
συναντιλαμβάνομαι help 2 συναντιλαμβάνομαι
θορυβάζω be troubled; be distracted 1 θορυβάζω
μερίς share; portion; part 5 μερίς
κίχρημι lend 1 κίχρημι
κοίτη bed; conception 4 κοίτη
ἀναίδεια impudence; shamelessness 1 ἀναίδεια
ᾠόν egg 1 ᾠόν
διανόημα thought 1 διανόημα
καθοπλίζω arm; equip oneself 1 καθοπλίζω
πανοπλία full armor 3 πανοπλία
σκῦλον spoils; plunder 1 σκῦλον
διαδίδωμι distribute; give 4 διαδίδωμι
μαστός chest; breast 3 μαστός
μενοῦν rather; on the contrary 1 μενοῦν
ἐπαθροίζω increase 1 ἐπαθροίζω
κρύπτη hidden place; cellar 1 κρύπτη
σκοπέω look out for; notice 6 σκοπέω
ἀριστάω eat breakfast; eat a meal 3 ἀριστάω
ἔνειμι be in; within 1 ἔνειμι
πήγανον rue 1 πήγανον
παρίημι weaken; let fall at the side 2 παρίημι
ἄδηλος indistinct; unseen; unmarked 2 ἄδηλος
δυσβάστακτος violent; dangerous; hard 1 δυσβάστακτος
προσψαύω touch 1 προσψαύω
συνευδοκέω agree with; approve of 6 συνευδοκέω
ἐκζητέω seek out; search for 7 ἐκζητέω
ἀποστοματίζω question closely; interrogate 1 ἀποστοματίζω
ἐνεδρεύω lie in wait for; plot 2 ἐνεδρεύω
θηρεύω hunt; catch 1 θηρεύω
μυριάς ten thousand; myriad 8 μυριάς
συγκαλύπτω conceal 1 συγκαλύπτω
ἐμβάλλω throw 1 ἐμβάλλω
ἀπολογέομαι defend oneself 10 ἀπολογέομαι
μεριστής arbitrator 1 μεριστής
εὐφορέω bear good crops; yield well 1 εὐφορέω
κόραξ crow; raven 1 κόραξ
ἀμφιέζω clothe 1 ἀμφιέζω
μετεωρίζομαι be anxious; be worried 1 μετεωρίζομαι
ποίμνιον flock 5 ποίμνιον
παλαιόω become old; wear out 4 παλαιόω
ἀνέκλειπτος unfailing; inexhaustible 1 ἀνέκλειπτος
διαφθείρω destroy; corrupt 6 διαφθείρω
περιζώννυμι gird; gird oneself 6 περιζώννυμι
ἀναλύω depart; return 2 ἀναλύω
οἰκονόμος steward; manager 10 οἰκονόμος
σιτομέτριον food allowance; ration 1 σιτομέτριον
μεθύσκω make drunk 5 μεθύσκω
ἀνάπτω kindle; set ablaze 2 ἀνάπτω
διαμερισμός disunity; dissension 1 διαμερισμός
ὄμβρος rainstorm; thunderstorm 1 ὄμβρος
ἐργασία profit; gain; trade; business 6 ἐργασία
ἀπαλλάσσω come to a settlement; leave 3 ἀπαλλάσσω
κατασύρω drag 1 κατασύρω
πράκτωρ officer; bailiff; constable 2 πράκτωρ
δεκαοκτώ eighteen 2 δεκαοκτώ
Σιλωάμ Siloam 3 Σιλωάμ
ἀμπελουργός vinedresser; gardener 1 ἀμπελουργός
κόπριον manure 1 κόπριον
συγκύπτω be bent over 1 συγκύπτω
ἀνακύπτω stand erect 4 ἀνακύπτω
παντελής completely; at all 2 παντελής
ἀνορθόω straighten up; rebuild 3 ἀνορθόω
βοῦς cow; ox 8 βοῦς
ἀντίκειμαι be in opposition to; oppose 8 ἀντίκειμαι
κῆπος garden 5 κῆπος
πορεία journey; trip; conduct 2 πορεία
ἀγωνίζομαι struggle; fight; strive 7 ἀγωνίζομαι
ἀποκλείω close; shut 1 ἀποκλείω
βορρᾶς north 2 βορρᾶς
ἴασις healing 3 ἴασις
ἀποτελέω bring to completion; finish 2 ἀποτελέω
ἐνδέχομαι be possible 1 ἐνδέχομαι
νοσσιά brood (of young birds) 1 νοσσιά
ὑδρωπικός suffering from edema 1 ὑδρωπικός
ἡσυχάζω be quiet; remain silent 5 ἡσυχάζω
φρέαρ well; pit; shaft 7 φρέαρ
ἀνασπάω draw up; pull up 2 ἀνασπάω
ἀνταποκρίνομαι answer back; make a reply 2 ἀνταποκρίνομαι
ἐπέχω hold fast; fix attention on 5 ἐπέχω
αἰσχύνη shame; shameful deed 6 αἰσχύνη
προσαναβαίνω go up; move up 1 προσαναβαίνω
ἀνώτερος higher; preceding; above 2 ἀνώτερος
γείτων neighbor 4 γείτων
ἀντικαλέω invite in return 1 ἀντικαλέω
ἀνταπόδομα repayment; reward; recompense 2 ἀνταπόδομα
ἀνάπειρος crippled 2 ἀνάπειρος
ἀνταποδίδωμι repay; pay back 7 ἀνταποδίδωμι
ψηφίζω count; calculate 2 ψηφίζω
δαπάνη expense; cost 1 δαπάνη
ἀπαρτισμός completion; fulfillment 1 ἀπαρτισμός
ἐκτελέω complete; finish 2 ἐκτελέω
βουλεύω decide; resolve 6 βουλεύω
πρεσβεία ambassador; embassy 2 πρεσβεία
κοπρία manure pile 1 κοπρία
διαγογγύζω complain; grumble 2 διαγογγύζω
συνεσθίω eat with 5 συνεσθίω
δραχμή drachma 3 δραχμή
ἐπιμελῶς carefully 1 ἐπιμελῶς
οὐσία property; wealth 2 οὐσία
διαιρέω divide; deal out; apportion 2 διαιρέω
ἀσώτως wastefully 1 ἀσώτως
πολίτης citizen; fellow citizen 4 πολίτης
κεράτιον carob pod 1 κεράτιον
μίσθιος day laborer; hired worker 2 μίσθιος
δακτύλιος ring 1 δακτύλιος
μόσχος calf; young bull; ox 6 μόσχος
σιτευτός fattened 3 σιτευτός
ἀναζάω live again; spring into life 2 ἀναζάω
συμφωνία music 1 συμφωνία
χορός dance; dancing 1 χορός
διαβάλλω bring charges; inform 1 διαβάλλω
οἰκονομία stewardship; administration 9 οἰκονομία
οἰκονομέω manage; administer 1 οἰκονομέω
ἐπαιτέω beg 2 ἐπαιτέω
αἰσχύνω be put to shame; be disgraced 5 αἰσχύνω
μεθίστημι remove; turn away; mislead 5 μεθίστημι
κόρος cor; measure 1 κόρος
ἐπαινέω praise 6 ἐπαινέω
φρονίμως prudently; shrewdly 1 φρονίμως
ἐκλείπω cease; run out; fail; die out 4 ἐκλείπω
οἰκέτης domestic slave; house slave 4 οἰκέτης
φιλάργυρος fond of money; avaricious 2 φιλάργυρος
ἐκμυκτηρίζω ridicule; sneer 2 ἐκμυκτηρίζω
βύσσος fine linen 1 βύσσος
λαμπρῶς splendidly; sumptuously 1 λαμπρῶς
ἑλκόω cause sores 1 ἑλκόω
ἐπιλείχω lick 1 ἐπιλείχω
ἕλκος sore; abcess; ulcer 3 ἕλκος
βάπτω dip 4 βάπτω
καταψύχω cool 1 καταψύχω
φλόξ flame 7 φλόξ
χάσμα chasm 1 χάσμα
διαβαίνω go through; cross; cross over 3 διαβαίνω
ἀνένδεκτος impossible 1 ἀνένδεκτος
λυσιτελέω be advantageous; be better 1 λυσιτελέω
μυλικός belonging to a mill 1 μυλικός
συκάμινος mulberry tree 1 συκάμινος
ἀροτριάω plow 3 ἀροτριάω
δειπνέω eat; dine 4 δειπνέω
πόρρωθεν from a distance 2 πόρρωθεν
ἀλλογενής foreign 1 ἀλλογενής
παρατήρησις observation 1 παρατήρησις
ἀστράπτω flash; gleam 2 ἀστράπτω
Λώτ Lot 4 Λώτ
θεῖον brimstone; sulphur 7 θεῖον
περιποιέω obtain; acquire; preserve 3 περιποιέω
ζῳογονέω keep alive; preserve alive 3 ζῳογονέω
ἐγκακέω be discouraged 6 ἐγκακέω
ἐκδικέω grant justice; vindicate 6 ἐκδικέω
ὑπωπιάζω wear down; beat; discipline 2 ὑπωπιάζω
ἐκδίκησις vengeance; punishment 9 ἐκδίκησις
τάχος short time; soon; speed 8 τάχος
μοιχός adulterer 3 μοιχός
στῆθος chest; breast 5 στῆθος
ἱλάσκομαι propitiate; conciliate 2 ἱλάσκομαι
λείπω lack; fall short 6 λείπω
τρῆμα hole 1 τρῆμα
βελόνη needle 1 βελόνη
πολλαπλασίων many times more 1 πολλαπλασίων
Ζακχαῖος Zacchaeus 3 Ζακχαῖος
ἀρχιτελώνης chief tax collector 1 ἀρχιτελώνης
προτρέχω run on ahead; run ahead 2 προτρέχω
συκομορέα fig mulberry; sycamore 1 συκομορέα
τετραπλοῦς four times; fourfold 1 τετραπλοῦς
ἀναφαίνω appear; light up 2 ἀναφαίνω
εὐγενής noble; well born 3 εὐγενής
μνᾶ mina 9 μνᾶ
πραγματεύομαι do business; trade 1 πραγματεύομαι
διαπραγματεύομαι examine thoroughly 1 διαπραγματεύομαι
προσεργάζομαι earn in addition; make more 1 προσεργάζομαι
εὖγε well done; excellent 1 εὖγε
ἀπόκειμαι reserve 4 ἀπόκειμαι
σουδάριον facecloth; cloth; handerchief 4 σουδάριον
αὐστηρός harsh; severe 2 αὐστηρός
κατασφάζω slaughter; strike down 1 κατασφάζω
πώποτε at any time; ever 6 πώποτε
ἐπιρίπτω throw; cast upon 2 ἐπιρίπτω
ὑποστρωννύω spread out underneath 1 ὑποστρωννύω
κατάβασις descent 1 κατάβασις
παρεμβάλλω put around; put up; throw up 1 παρεμβάλλω
χάραξ palisade; entrenchment 1 χάραξ
περικυκλόω encircle; surround 1 περικυκλόω
ἐδαφίζω raze to the ground 1 ἐδαφίζω
ἐπισκοπή visitation; position 4 ἐπισκοπή
ἐκκρεμάννυμι hang on 1 ἐκκρεμάννυμι
συλλογίζομαι reason; discuss; debate 1 συλλογίζομαι
καταλιθάζω stone to death 1 καταλιθάζω
τραυματίζω wound 2 τραυματίζω
ἴσως perhaps 1 ἴσως
ἐγκάθετος hired to lie in wait 1 ἐγκάθετος
ὑποκρίνομαι pretend 1 ὑποκρίνομαι
φόρος tribute; tax 5 φόρος
πανουργία craftiness; trickery 5 πανουργία
τοίνυν hence; so; well then 3 τοίνυν
ἄτεκνος childless 2 ἄτεκνος
γαμίσκω give in marriage 1 γαμίσκω
καταξιόω consider worthy 3 καταξιόω
ἰσάγγελος like an angel 1 ἰσάγγελος
μηνύω inform; make known; reveal 4 μηνύω
ψαλμός psalm 7 ψαλμός
πενιχρός needy; poor 1 πενιχρός
ὑστέρημα need; that which is lacking 9 ὑστέρημα
ἀνάθημα votive offering 1 ἀνάθημα
ἀκαταστασία disorder; insurrection 5 ἀκαταστασία
πτοέω terrify; frighten 2 πτοέω
λοιμός pestilence; plagues 2 λοιμός
φόβητρον terrible sight 1 φόβητρον
προμελετάω practice beforehand; prepare 1 προμελετάω
ἀντεῖπον say in return; contradict 2 ἀντεῖπον
κυκλόω surround; encircle 4 κυκλόω
στρατόπεδον camp; army; legion 1 στρατόπεδον
ἐκχωρέω go out; depart 1 ἐκχωρέω
αἰχμαλωτίζω take captive; make captive 4 αἰχμαλωτίζω
ἄστρον star 4 ἄστρον
συνοχή distress; dismay; anguish 2 συνοχή
ἀπορία perplexity 1 ἀπορία
σάλος surge 1 σάλος
ἀποψύχω faint 1 ἀποψύχω
προσδοκία expectation 2 προσδοκία
ἀπολύτρωσις redemption 10 ἀπολύτρωσις
προβάλλω put forth; put out 2 προβάλλω
κραιπάλη drinking bout; dissipation 1 κραιπάλη
μέθη drunkenness; debauchery 3 μέθη
βιωτικός ordinary matters 3 βιωτικός
αἰφνίδιος sudden 2 αἰφνίδιος
παγίς trap; snare 5 παγίς
ἐπεισέρχομαι come; come upon 1 ἐπεισέρχομαι
ἐκφεύγω escape 8 ἐκφεύγω
ὀρθρίζω get up very early in the morning 1 ὀρθρίζω
στρατηγός officer of the temple 10 στρατηγός
συντίθημι agree; decide 3 συντίθημι
ἄτερ without; apart from 2 ἄτερ
ἀνάμνησις remembrance; reminder 4 ἀνάμνησις
ὁρίζω appoint; determine; designate 8 ὁρίζω
φιλονεικία dispute; argument 1 φιλονεικία
κυριεύω rule; be master of; dominate 7 κυριεύω
ἐξουσιάζω have authority over 4 ἐξουσιάζω
εὐεργέτης benefactor 1 εὐεργέτης
διατίθημι decree; ordain; arrange 7 διατίθημι
ἐξαιτέω ask for; demand 1 ἐξαιτέω
σινιάζω sift 1 σινιάζω
οὐθείς nothing 7 οὐθείς
ἄνομος lawless; outside the law 9 ἄνομος
βολή throw 1 βολή
ἐνισχύω strengthen; grow strong 2 ἐνισχύω
ἀγωνία distress; anguish 1 ἀγωνία
ἐκτενῶς fervently; eagerly 3 ἐκτενῶς
ἱδρώς sweat 1 ἱδρώς
θρόμβος drops 1 θρόμβος
περιάπτω kindle (a fire) 1 περιάπτω
συγκαθίζω sit down with 2 συγκαθίζω
βραχύς little; small; short time 7 βραχύς
διΐστημι pass; go away; part; go on 3 διΐστημι
διϊσχυρίζομαι maintain firmly; insist 2 διϊσχυρίζομαι
ὑπομιμνῄσκω remind 7 ὑπομιμνῄσκω
πρεσβυτέριον council of elders 3 πρεσβυτέριον
αἴτιος cause 5 αἴτιος
ἐπισχύω grow strong; insist 1 ἐπισχύω
ἀναπέμπω send back; send over 5 ἀναπέμπω
εὐτόνως vigorously; vehemently 2 εὐτόνως
ἐσθής clothing 8 ἐσθής
λαμπρός bright; shining 9 λαμπρός
προϋπάρχω exist before 2 προϋπάρχω
ἔχθρα enmity 6 ἔχθρα
παμπληθεί in unison; all together 1 παμπληθεί
ἐπιφωνέω call out; cry out (loudly) 4 ἐπιφωνέω
ἐπικρίνω decide; determine 1 ἐπικρίνω
αἴτημα request; demand 3 αἴτημα
ὑγρός wet; moist; (of wood) green 1 ὑγρός
κακοῦργος criminal 4 κακοῦργος
δικαίως uprightly; fairly; justly 5 δικαίως
ἄτοπος evil; wrong; improper 4 ἄτοπος
παράδεισος paradise 3 παράδεισος
συμπαραγίνομαι come together 1 συμπαραγίνομαι
θεωρία spectacle; sight 1 θεωρία
συγκατατίθημι agree with; consent to 1 συγκατατίθημι
λαξευτός hewn (in stone) 1 λαξευτός
κατακολουθέω follow after; follow 2 κατακολουθέω
ὄρθρος dawn; early morning; daybreak 3 ὄρθρος
βαθύς deep 4 βαθύς
ἔμφοβος afraid; terrified 5 ἔμφοβος
λῆρος idle talk; nonsense 1 λῆρος
παρακύπτω stoop; bend over to look 5 παρακύπτω
ὀθόνιον linen cloth 5 ὀθόνιον
Ἐμμαοῦς Emmaus 1 Ἐμμαοῦς
ὁμιλέω speak; converse; talk 4 ὁμιλέω
ἀντιβάλλω exchange; discuss 1 ἀντιβάλλω
Κλεοπᾶς Cleopas 1 Κλεοπᾶς
παροικέω live nearby; dwell beside 2 παροικέω
λυτρόω redeem 3 λυτρόω
ὀρθρινός early in the morning 1 ὀρθρινός
ἀνόητος unintelligent; foolish 6 ἀνόητος
βραδύς slow 3 βραδύς
διερμηνεύω interpret; explain 6 διερμηνεύω
προσποιέω act as though; pretend 2 προσποιέω
παραβιάζομαι urge strongly; prevail upon 2 παραβιάζομαι
ἑσπέρα evening 3 ἑσπέρα
ἄφαντος invisible 1 ἄφαντος
ἀθροίζω gather; assemble 1 ἀθροίζω
ἐξηγέομαι describe; explain; make known 6 ἐξηγέομαι
κλάσις breaking 2 κλάσις
ψηλαφάω touch; handle 4 ψηλαφάω
βρώσιμος eatable 1 βρώσιμος
ἐνθάδε here 8 ἐνθάδε
ὀπτός roasted; broiled 1 ὀπτός
σκηνόω live; take up residence 5 σκηνόω
εὐθύνω make straight; keep on course 2 εὐθύνω
ἀμνός lamb 4 ἀμνός
δέκατος tenth; tithe 7 δέκατος
Μεσσίας Messiah 2 Μεσσίας
Κηφᾶς Cephas 9 Κηφᾶς
ἑρμηνεύω interpret; translate 3 ἑρμηνεύω
Ναθαναήλ Nathanael 6 Ναθαναήλ
Ἰσραηλίτης Israelite 9 Ἰσραηλίτης
Κανά Cana 4 Κανά
λίθινος (made of) stone 3 λίθινος
ὑδρία water jar 3 ὑδρία
μετρητής measure 1 μετρητής
ἄνω above; upward 9 ἄνω
ἀντλέω draw (water) 4 ἀντλέω
ἀρχιτρίκλινος head steward 3 ἀρχιτρίκλινος
ἐλάσσων inferior; less 4 ἐλάσσων
κερματιστής money changer; banker 1 κερματιστής
φραγέλλιον whip 1 φραγέλλιον
σχοινίον rope; cord 2 σχοινίον
κέρμα coin 1 κέρμα
ἀναστρέφω behave; conduct oneself; live 10 ἀναστρέφω
ἐμπόριον market 1 ἐμπόριον
Νικόδημος Nicodemus 5 Νικόδημος
γέρων old man 1 γέρων
ἐπίγειος earthly; on earth 7 ἐπίγειος
φαῦλος worthless; bad; evil; base 6 φαῦλος
διατρίβω spend time; stay; remain 9 διατρίβω
Αἰνών Aenon 1 Αἰνών
Σαλείμ Salim 1 Σαλείμ
ζήτησις debate; dispute; controversy 7 ζήτησις
ἐλαττόω make lower; make inferior 3 ἐλαττόω
καίτοιγε although 1 καίτοιγε
Συχάρ Sychar 1 Συχάρ
ὁδοιπορία journey 2 ὁδοιπορία
Σαμαρῖτις Samaritan; Samaritans 2 Σαμαρῖτις
συγχράομαι have dealings with 1 συγχράομαι
ἄντλημα bucket 1 ἄντλημα
θρέμμα livestock 1 θρέμμα
ἅλλομαι leap; spring up 3 ἅλλομαι
προσκυνητής worshiper 1 προσκυνητής
μέντοι however; yet; indeed 8 μέντοι
τετράμηνος four months; lasting four months 1 τετράμηνος
ὁμοῦ together 4 ὁμοῦ
βασιλικός royal; royal official 5 βασιλικός
κομψότερον improve; get better 1 κομψότερον
ἐχθές yesterday 3 ἐχθές
ἕβδομος seventh 9 ἕβδομος
προβατικός Sheep Gate 1 προβατικός
κολυμβήθρα pool 3 κολυμβήθρα
ἐπιλέγω call; name; choose; select 2 ἐπιλέγω
Ἑβραϊστί in Hebrew; in Aramaic 7 Ἑβραϊστί
Βηθζαθά Bethzatha 1 Βηθζαθά
στοά portico 4 στοά
ἐκνεύω submit 1 ἐκνεύω
ἐραυνάω search; examine; investigate 6 ἐραυνάω
Τιβεριάς Tiberias 3 Τιβεριάς
ἀνέρχομαι go up; move up 3 ἀνέρχομαι
παιδάριον child; boy 1 παιδάριον
κρίθινος of barley 2 κρίθινος
ὀψάριον fish 5 ὀψάριον
βιβρώσκω eat 1 βιβρώσκω
συνεισέρχομαι enter with 2 συνεισέρχομαι
μάννα manna 4 μάννα
ἑλκύω draw; haul 6 ἑλκύω
διδακτός taught; instructed 3 διδακτός
μάχομαι fight; quarrel 4 μάχομαι
πόσις drinking; drink 3 πόσις
σκηνοπηγία Tabernacles 1 σκηνοπηγία
γογγυσμός complaining; grumbling 4 γογγυσμός
μεσόω be in the middle 1 μεσόω
πότερον whether 1 πότερον
χολάω be angry 1 χολάω
ὄψις face; outward appearance 3 ὄψις
διασπορά dispersion; diaspora 3 διασπορά
ῥέω flow; run 1 ῥέω
οὐδέπω not yet 4 οὐδέπω
ἐπάρατος accursed 1 ἐπάρατος
αὐτόφωρος very act 1 αὐτόφωρος
ἀναμάρτητος without sin 1 ἀναμάρτητος
κατήγορος accuser 5 κατήγορος
ἀρεστός pleasing; desirable 4 ἀρεστός
ἐλευθερόω free; set free 7 ἐλευθερόω
ἀνθρωποκτόνος murderer 3 ἀνθρωποκτόνος
ψεῦδος lie; falsehood 10 ψεῦδος
ψεύστης liar 10 ψεύστης
γενετή birth 1 γενετή
χαμαί on the ground; ground 2 χαμαί
πηλός clay 6 πηλός
πτύσμα saliva 1 πτύσμα
ἐπιχρίω spread; smear 2 ἐπιχρίω
προσαιτέω beg 1 προσαιτέω
ἀποσυνάγωγος expelled from the synagogue 3 ἀποσυνάγωγος
λοιδορέω revile; abuse 4 λοιδορέω
θεοσεβής God-fearing; devout 1 θεοσεβής
ἀλλαχόθεν from another place 1 ἀλλαχόθεν
παροιμία parable; figurative saying 5 παροιμία
νομή pasture; spreading 2 νομή
μαίνομαι be out of one’s mind; rave 5 μαίνομαι
ἐγκαίνια feast of the Dedication 1 ἐγκαίνια
λιθάζω stone 8 λιθάζω
ἐξυπνίζω wake up; awaken 1 ἐξυπνίζω
κοίμησις sleep; slumber 1 κοίμησις
Δίδυμος Didymus 3 Δίδυμος
συμμαθητής fellow disciple 1 συμμαθητής
δεκαπέντε fifteen 3 δεκαπέντε
παραμυθέομαι console; comfort 4 παραμυθέομαι
δακρύω weep 1 δακρύω
ὄζω emit an odor; smell 1 ὄζω
τεταρταῖος happening on the fourth day 1 τεταρταῖος
περιΐστημι stand around; avoid 4 περιΐστημι
κειρία binding material 1 κειρία
περιδέω wrap around 1 περιδέω
Ἐφραίμ Ephraim 1 Ἐφραίμ
ἁγνίζω purify 7 ἁγνίζω
λίτρα pound 2 λίτρα
ὀσμή smell; fragrance; odor 6 ὀσμή
γλωσσόκομον money box; purse 2 γλωσσόκομον
βάϊον palm branch 1 βάϊον
φοῖνιξ palm tree; palm branch 3 φοῖνιξ
ὀνάριον young donkey 1 ὀνάριον
σημαίνω signify; indicate; report 6 σημαίνω
τυφλόω blind; make blind 3 τυφλόω
ὅμως yet; but yet; likewise 3 ὅμως
ἤπερ than 1 ἤπερ
λέντιον towel 2 λέντιον
διαζώννυμι tie around; gird 3 διαζώννυμι
νιπτήρ washbasin 1 νιπτήρ
λούω bathe; wash 5 λούω
ὑπόδειγμα example; model; pattern 6 ὑπόδειγμα
πτέρνα heel 1 πτέρνα
νεύω nod; gesture 2 νεύω
ψωμίον piece of bread 4 ψωμίον
τεκνίον (little) child 8 τεκνίον
μονή dwelling place; room; staying 2 μονή
παράκλητος advocate; helper; intercessor 5 παράκλητος
ὀρφανός orphan 2 ὀρφανός
δειλιάω be cowardly; be afraid 1 δειλιάω
κλῆμα branch 4 κλῆμα
καθαίρω cleanse; prune 1 καθαίρω
λατρεία service; worship 5 λατρεία
χείμαρρος winter torrent; ravine; wadi 1 χείμαρρος
Κεδρών Kidron 1 Κεδρών
φανός lamp; lantern 1 φανός
ὅπλον weapon; tool; instrument 6 ὅπλον
Μάλχος Malchus 1 Μάλχος
θήκη sheath 1 θήκη
πενθερός father-in-law 1 πενθερός
ἀνθρακιά charcoal fire 2 ἀνθρακιά
ψῦχος cold 3 ψῦχος
μιαίνω defile 5 μιαίνω
κατηγορία accusation; charge 3 κατηγορία
οὐκοῦν therefore; so then 1 οὐκοῦν
συνήθεια custom; being accustomed 3 συνήθεια
πορφυροῦς purple 4 πορφυροῦς
λιθόστρωτος stone pavement; mosaic 1 λιθόστρωτος
Γαββαθᾶ Gabbatha 1 Γαββαθᾶ
τίτλος title; inscription; notice 2 τίτλος
Ῥωμαϊστί in Latin 1 Ῥωμαϊστί
Ἑλληνιστί in Greek 2 Ἑλληνιστί
ἄραφος seamless 1 ἄραφος
ὑφαντός woven 1 ὑφαντός
Κλωπᾶς Clopas 1 Κλωπᾶς
ὕσσωπος hyssop 2 ὕσσωπος
σκέλος leg 3 σκέλος
λόγχη spear, lance; spear; lance 1 λόγχη
πλευρά side 5 πλευρά
νύσσω pierce 1 νύσσω
ἐκκεντέω pierce 2 ἐκκεντέω
μίγμα mixture 1 μίγμα
ἀλόη aloes 1 ἀλόη
κηπουρός gardener 1 κηπουρός
ἀγγέλλω announce; report 1 ἀγγέλλω
ἐμφυσάω breathe on 1 ἐμφυσάω
ἧλος nail 2 ἧλος
ἁλιεύω fish 1 ἁλιεύω
προσφάγιον fish (to eat) 1 προσφάγιον
ἐπενδύτης outer garment 1 ἐπενδύτης
σύρω drag; pull; draw 5 σύρω
ζωννύω gird 1 ζωννύω
γηράσκω grow old 2 γηράσκω
ζώννυμι gird 2 ζώννυμι
οἴομαι think; suppose 3 οἴομαι
τεκμήριον proof; convincing proof 1 τεκμήριον
ὀπτάνομαι appear (to someone); appear 1 ὀπτάνομαι
συναλίζω assemble with; stay with 1 συναλίζω
περιμένω wait for 1 περιμένω
ἐλαιών olive grove; olive orchard 1 ἐλαιών
ὑπερῷον upper story; room upstairs 4 ὑπερῷον
καταμένω remain; stay 1 καταμένω
καταριθμέω count among 1 καταριθμέω
πρηνής forward; prostrate; headlong 1 πρηνής
λακάω burst apart; burst open 1 λακάω
διάλεκτος language 6 διάλεκτος
Ἁκελδαμάχ Akeldama 1 Ἁκελδαμάχ
ἔπαυλις homestead; residence 1 ἔπαυλις
Βαρσαββᾶς Barsabbas 2 Βαρσαββᾶς
Ἰοῦστος Justus 3 Ἰοῦστος
Μαθθίας Matthias 2 Μαθθίας
καρδιογνώστης knower of hearts 2 καρδιογνώστης
ἀποστολή apostleship 4 ἀποστολή
συγκαταψηφίζομαι be chosen together with 1 συγκαταψηφίζομαι
πεντηκοστή Pentecost 3 πεντηκοστή
ἄφνω suddenly 3 ἄφνω
πνοή wind; breath 2 πνοή
βίαιος violent; strong 1 βίαιος
ἀποφθέγγομαι speak out; declare 3 ἀποφθέγγομαι
συγχέω confuse; confound; stir up 5 συγχέω
Πάρθοι Parthians 1 Πάρθοι
Μῆδος Mede 1 Μῆδος
Ἐλαμίτης Elamite 1 Ἐλαμίτης
Μεσοποταμία Mesopotamia 2 Μεσοποταμία
Καππαδοκία Cappadocia 2 Καππαδοκία
Πόντος Pontus 2 Πόντος
Φρυγία Phrygia 3 Φρυγία
Παμφυλία Pamphylia 5 Παμφυλία
Λιβύη Libya 1 Λιβύη
Κυρήνη Cyrene 1 Κυρήνη
ἐπιδημέω be in town; stay 2 ἐπιδημέω
Κρής Cretan 2 Κρής
Ἄραψ Arab 1 Ἄραψ
ἡμέτερος our 7 ἡμέτερος
μεγαλεῖος greatness 1 μεγαλεῖος
διαχλευάζω scoff; mock; jeer 1 διαχλευάζω
γλεῦκος sweet new wine 1 γλεῦκος
μεστόω fill 1 μεστόω
ἐνωτίζομαι give ear; pay attention to 1 ἐνωτίζομαι
Ἰωήλ Joel 1 Ἰωήλ
ὅρασις vision; appearance 4 ὅρασις
ἐνύπνιον dream 1 ἐνύπνιον
ἐνυπνιάζομαι dream 2 ἐνυπνιάζομαι
ἀτμίς vapor; smoky vapor 2 ἀτμίς
μεταστρέφω change; alter; distort 2 μεταστρέφω
ἐπιφανής splendid; glorious 1 ἐπιφανής
ἀποδείκνυμι show forth; declare; proclaim 4 ἀποδείκνυμι
πρόγνωσις foreknowledge 2 πρόγνωσις
ἔκδοτος given over; delivered up 1 ἔκδοτος
προσπήγνυμι fasten to; nail to (a cross) 1 προσπήγνυμι
προοράω foresee; see before 4 προοράω
ὅσιος holy 8 ὅσιος
διαφθορά destruction; corruption 6 διαφθορά
εὐφροσύνη gladness; joy 2 εὐφροσύνη
πατριάρχης patriarch 4 πατριάρχης
κατανύσσομαι be pierced; be stabbed 1 κατανύσσομαι
τρισχίλιοι three thousand 1 τρισχίλιοι
ὕπαρξις property; possession 2 ὕπαρξις
μεταλαμβάνω have a share in; receive 7 μεταλαμβάνω
ἀφελότης simplicity 1 ἀφελότης
εἴσειμι go in; enter 4 εἴσειμι
στερεόω make strong; make firm 3 στερεόω
βάσις foot 1 βάσις
σφυδρόν ankle 1 σφυδρόν
ἐξάλλομαι leap up 1 ἐξάλλομαι
ἔκθαμβος utterly astonished 1 ἔκθαμβος
ἀρχηγός originator; founder 4 ἀρχηγός
ὁλοκληρία wholeness; completeness 1 ὁλοκληρία
ἄγνοια ignorance; lack of knowledge 4 ἄγνοια
προκαταγγέλλω announce beforehand; foretell 2 προκαταγγέλλω
ἐξαλείφω wipe away 5 ἐξαλείφω
ἀνάψυξις relief; rest; refreshing 1 ἀνάψυξις
προχειρίζω choose for oneself; select 3 προχειρίζω
ἀποκατάστασις restoration 1 ἀποκατάστασις
ἐξολεθρεύω destroy utterly 1 ἐξολεθρεύω
Σαμουήλ Samuel 3 Σαμουήλ
ἐνευλογέω bless 2 ἐνευλογέω
διαπονέομαι be (greatly) disturbed 2 διαπονέομαι
τήρησις custody; prison; keeping 3 τήρησις
ἀρχιερατικός high-priestly 1 ἀρχιερατικός
εὐεργεσία good deed; doing of good 2 εὐεργεσία
οἰκοδόμος builder 1 οἰκοδόμος
ἀγράμματος without learning; unlettered 1 ἀγράμματος
ἰδιώτης outsider; unskilled person 5 ἰδιώτης
διανέμω distribute; spread 1 διανέμω
ἀπειλέω threaten; warn 2 ἀπειλέω
καθόλου entirely; completely 1 καθόλου
φθέγγομαι speak; proclaim 3 φθέγγομαι
προσαπειλέω threaten further 1 προσαπειλέω
κολάζω punish 2 κολάζω
φρυάσσω rage; be arrogant 1 φρυάσσω
μελετάω practice; cultivate; conspire 2 μελετάω
προορίζω predestine; foreordain 6 προορίζω
ἀπειλή threat 3 ἀπειλή
ἐνδεής poor; needy 1 ἐνδεής
κτήτωρ owner 1 κτήτωρ
Κύπριος Cypriot 3 Κύπριος
Σάπφιρα Sapphira 1 Σάπφιρα
νοσφίζω keep back; hold back; steal 3 νοσφίζω
σύνοιδα share the knowledge of 2 σύνοιδα
ἐκψύχω expire; breathe one’s last 3 ἐκψύχω
συστέλλω cover; wrap up; limit 2 συστέλλω
διάστημα interval 1 διάστημα
κλινάριον bed; cot 1 κλινάριον
πέριξ (all) around 1 πέριξ
ὀχλέω trouble; disturb; torment 1 ὀχλέω
αἵρεσις faction; party; sect 9 αἵρεσις
δημόσιος public 4 δημόσιος
γερουσία council of elders 1 γερουσία
φύλαξ guard; sentinel 3 φύλαξ
βία force 3 βία
παραγγελία instruction; command 5 παραγγελία
ἐπάγω bring upon; bring on 3 ἐπάγω
πειθαρχέω obey 4 πειθαρχέω
διαχειρίζω lay violent hands on; kill 2 διαχειρίζω
διαπρίω be cut to the quick 2 διαπρίω
Γαμαλιήλ Gamaliel 2 Γαμαλιήλ
Θευδᾶς Theudas 1 Θευδᾶς
προσκλίνω join someone 1 προσκλίνω
τετρακόσιοι four hundred 4 τετρακόσιοι
διαλύω disperse; scatter 1 διαλύω
θεομάχος fighting against God 1 θεομάχος
Ἑλληνιστής Hellenist; Greek-speaking Jew 3 Ἑλληνιστής
Ἑβραῖος Hebrew; Hebrew-speaking Jew 4 Ἑβραῖος
παραθεωρέω overlook; neglect 1 παραθεωρέω
καθημερινός daily 1 καθημερινός
Πρόχορος Prochorus 1 Πρόχορος
Νικάνωρ Nicanor 1 Νικάνωρ
Τίμων Timon 1 Τίμων
Παρμενᾶς Parmenas 1 Παρμενᾶς
Νικόλαος Nicolaus 1 Νικόλαος
Ἀντιοχεύς Antiochene 1 Ἀντιοχεύς
Λιβερτῖνος Freedmen 1 Λιβερτῖνος
Ἀλεξανδρεύς Alexandrian 2 Ἀλεξανδρεύς
Κιλικία Cilicia 8 Κιλικία
ὑποβάλλω instigate secretly 1 ὑποβάλλω
βλάσφημος slandering; blaspheming 4 βλάσφημος
συγκινέω stir up; incite 1 συγκινέω
ψευδής lying; false 3 ψευδής
ἀλλάσσω change; exchange 6 ἀλλάσσω
Χαρράν Haran 2 Χαρράν
Χαλδαῖος Chaldean 1 Χαλδαῖος
μετοικίζω resettle; cause to move 2 μετοικίζω
κατάσχεσις possession 2 κατάσχεσις
πάροικος foreigner 4 πάροικος
δουλόω enslave; reduce to slavery 8 δουλόω
κακόω harm; mistreat 6 κακόω
Φαραώ Pharaoh 5 Φαραώ
Χανάαν Canaan 2 Χανάαν
χόρτασμα fodder 1 χόρτασμα
σιτίον grain 1 σιτίον
ἀναγνωρίζω come to know; make known 1 ἀναγνωρίζω
μετακαλέω call to oneself; summon 4 μετακαλέω
μετατίθημι transfer; change; be taken up 6 μετατίθημι
Συχέμ Shechem 2 Συχέμ
ὠνέομαι buy 1 ὠνέομαι
Ἑμμώρ Hamor 1 Ἑμμώρ
κατασοφίζομαι take advantage of deceitfully 1 κατασοφίζομαι
ἔκθετος exposed; abandoned 1 ἔκθετος
ἀστεῖος handsome; beautiful 2 ἀστεῖος
ἀνατρέφω bring up; care for 3 ἀνατρέφω
ἐκτίθημι explain; expound 4 ἐκτίθημι
Αἰγύπτιος Egyptian 5 Αἰγύπτιος
τεσσερακονταετής forty years 2 τεσσερακονταετής
ἀμύνομαι help; defend 1 ἀμύνομαι
καταπονέω torment; oppress; wear down 2 καταπονέω
ἔπειμι come upon; come near 5 ἔπειμι
συναλλάσσω reconcile 1 συναλλάσσω
ἀπωθέω reject; repudiate 6 ἀπωθέω
δικαστής judge 2 δικαστής
Μαδιάμ Midian 1 Μαδιάμ
Σινᾶ Sinai 4 Σινᾶ
ἔντρομος trembling 3 ἔντρομος
κάκωσις mistreatment; oppression 1 κάκωσις
στεναγμός sigh; groan; groaning 2 στεναγμός
λυτρωτής redeemer 1 λυτρωτής
ἐρυθρός red 2 ἐρυθρός
λόγιον oracle; saying 4 λόγιον
ὑπήκοος obedient 3 ὑπήκοος
μοσχοποιέω manufacture a calf 1 μοσχοποιέω
σφάγιον victim; offering 1 σφάγιον
Μόλοχ Moloch 1 Μόλοχ
Ῥαιφάν Rephan 1 Ῥαιφάν
ἐπέκεινα beyond 1 ἐπέκεινα
διαδέχομαι receive in turn 1 διαδέχομαι
ἐξωθέω push out; expel; drive out 2 ἐξωθέω
σκήνωμα habitation 3 σκήνωμα
κατάπαυσις rest 9 κατάπαυσις
σκληροτράχηλος stiff-necked; stubborn 1 σκληροτράχηλος
ἀπερίτμητος uncircumcised; obdurate 1 ἀπερίτμητος
ἀεί always; constantly 7 ἀεί
ἀντιπίπτω resist; oppose 1 ἀντιπίπτω
ἔλευσις coming; arrival 1 ἔλευσις
διαταγή ordinance; direction 2 διαταγή
βρύχω gnash; grind (one’s teeth) 1 βρύχω
νεανίας young man 3 νεανίας
ἀναίρεσις murder, killing 1 ἀναίρεσις
διασπείρω scatter 3 διασπείρω
συγκομίζω bury 1 συγκομίζω
κοπετός mourning; lamentation 1 κοπετός
λυμαίνω cause harm to; injure; damage 1 λυμαίνω
μαγεύω practice magic 1 μαγεύω
μαγεία magic 1 μαγεία
ἐπίθεσις laying on 4 ἐπίθεσις
ἐπίνοια thought; intent 1 ἐπίνοια
πικρία bitterness 4 πικρία
σύνδεσμος bond; fetter; sinew 4 σύνδεσμος
μεσημβρία noon; south; midday 2 μεσημβρία
Γάζα gaza; treasury; contribution box 2 Γάζα
Αἰθίοψ Ethiopian 2 Αἰθίοψ
Κανδάκη Candace 1 Κανδάκη
ἅρμα chariot 4 ἅρμα
περιοχή portion of written text 1 περιοχή
σφαγή slaughter 3 σφαγή
κείρω shear 4 κείρω
ἄφωνος mute; silent; speechless 4 ἄφωνος
Ἄζωτος Azotus 1 Ἄζωτος
ἐμπνέω breathe 1 ἐμπνέω
περιαστράπτω flash around; shine around 2 περιαστράπτω
Σαούλ Saul 9 Σαούλ
συνοδεύω travel together with 1 συνοδεύω
ἐνεός speechless 1 ἐνεός
χειραγωγέω lead by the hand 2 χειραγωγέω
Ταρσεύς Tarsian 2 Ταρσεύς
ἐκλογή selection; choice; election 7 ἐκλογή
ἀποπίπτω fall 1 ἀποπίπτω
λεπίς scale 1 λεπίς
πορθέω destroy; pillage; wreak havoc 3 πορθέω
ἐνδυναμόω strengthen; become strong 7 ἐνδυναμόω
συμβιβάζω unite; hold together; advise 7 συμβιβάζω
ἐπιβουλή plot 4 ἐπιβουλή
τεῖχος wall 9 τεῖχος
παρρησιάζομαι speak freely; speak boldly 9 παρρησιάζομαι
Ταρσός Tarsus 3 Ταρσός
Λύδδα Lydda 3 Λύδδα
Αἰνέας Aeneas 2 Αἰνέας
Σαρών Sharon 1 Σαρών
Ἰόππη Joppa 10 Ἰόππη
μαθήτρια female disciple 1 μαθήτρια
Ταβιθά Tabitha 2 Ταβιθά
Δορκάς Dorcas 2 Δορκάς
ὀκνέω hesitate; delay 1 ὀκνέω
βυρσεύς tanner 3 βυρσεύς
Κορνήλιος Cornelius 8 Κορνήλιος
Ἰταλικός Italian 1 Ἰταλικός
εὐσεβής pious; devout; godly 3 εὐσεβής
μεταπέμπω send for; summon 9 μεταπέμπω
ξενίζω receive as a guest; entertain 10 ξενίζω
ὁδοιπορέω travel; be on the way 1 ὁδοιπορέω
πρόσπεινος hungry 1 πρόσπεινος
παρασκευάζω prepare; be ready 4 παρασκευάζω
ὀθόνη sheet; sail 2 ὀθόνη
τετράπους four-footed animals 3 τετράπους
ἑρπετόν reptile 4 ἑρπετόν
μηδαμῶς by no means; certainly not 2 μηδαμῶς
διερωτάω find by inquiry 1 διερωτάω
διενθυμέομαι consider; reflect 1 διενθυμέομαι
εἰσκαλέομαι invite in 1 εἰσκαλέομαι
ἀναγκαῖος necessary 8 ἀναγκαῖος
συνομιλέω converse with 1 συνομιλέω
ἀθέμιτος not allowed; forbidden 2 ἀθέμιτος
ἀλλόφυλος foreign; Gentile 1 ἀλλόφυλος
ἀναντιρρήτως without raising any objection 1 ἀναντιρρήτως
προσωπολήμπτης respecter of persons 1 προσωπολήμπτης
εὐεργετέω do good 1 εὐεργετέω
καταδυναστεύω oppress; exploit 2 καταδυναστεύω
ἐμφανής visible; known 2 ἐμφανής
προχειροτονέω appoint beforehand 1 προχειροτονέω
συμπίνω drink with 1 συμπίνω
Φοινίκη Phoenicia 3 Φοινίκη
Κύπρος Cyprus 5 Κύπρος
πρώτως first 1 πρώτως
Χριστιανός Christian 3 Χριστιανός
Ἅγαβος Agabus 2 Ἅγαβος
Κλαύδιος Claudius 3 Κλαύδιος
εὐπορέω prosper 1 εὐπορέω
τετράδιον squad; detachment 1 τετράδιον
οἴκημα quarters; (prison) cell 1 οἴκημα
ἐκπίπτω fall; fall off 10 ἐκπίπτω
σιδηροῦς iron 5 σιδηροῦς
συνοράω comprehend; realize 2 συνοράω
Μᾶρκος Mark 8 Μᾶρκος
συναθροίζω gather together 2 συναθροίζω
Ῥόδη Rhoda 1 Ῥόδη
εἰστρέχω run in 1 εἰστρέχω
κατασείω motion; make a sign 4 κατασείω
τάραχος disturbance; commotion 2 τάραχος
θυμομαχέω be very angry 1 θυμομαχέω
Τύριος Tyrian 1 Τύριος
Βλάστος Blastus 1 Βλάστος
κοιτών bedroom 1 κοιτών
τακτός fixed; appointed 1 τακτός
δημηγορέω deliver a public address 1 δημηγορέω
δῆμος popular assembly; people 4 δῆμος
σκωληκόβρωτος eaten by worms 1 σκωληκόβρωτος
συμπαραλαμβάνω take along with 4 συμπαραλαμβάνω
Νίγερ Niger 1 Νίγερ
Λούκιος Lucius 2 Λούκιος
Μαναήν Manaen 1 Μαναήν
σύντροφος foster brother; companion 1 σύντροφος
λειτουργέω serve 3 λειτουργέω
ἐκπέμπω send out; send away 2 ἐκπέμπω
Σελεύκεια Seleucia 1 Σελεύκεια
ἀποπλέω sail away 4 ἀποπλέω
Σαλαμίς Salamis 1 Σαλαμίς
νῆσος island 9 νῆσος
Πάφος Paphos 2 Πάφος
Βαριησοῦς Bar-Jesus 1 Βαριησοῦς
ἀνθύπατος proconsul 5 ἀνθύπατος
Σέργιος Sergius 1 Σέργιος
Ἐλύμας Elymas 1 Ἐλύμας
ῥᾳδιουργία wickedness; villainy; deceit 1 ῥᾳδιουργία
ἀχλύς mist; fog 1 ἀχλύς
χειραγωγός leading by the hand; leader 1 χειραγωγός
Πέργη Perga 3 Πέργη
Πισίδιος Pisidia 1 Πισίδιος
ἀνάγνωσις reading 3 ἀνάγνωσις
παροικία sojourn 2 παροικία
τροποφορέω bear with; put up with 1 τροποφορέω
κατακληρονομέω give as a rightful possession 1 κατακληρονομέω
Κίς Kish 1 Κίς
Βενιαμίν Benjamin 4 Βενιαμίν
προκηρύσσω proclaim publicly 1 προκηρύσσω
εἴσοδος entrance; access; acceptance 5 εἴσοδος
δρόμος course (of life); mission 3 δρόμος
ὑπονοέω suspect; suppose 3 ὑπονοέω
ἐκπληρόω fulfill 1 ἐκπληρόω
ὑπηρετέω serve; be helpful 3 ὑπηρετέω
καταφρονητής despiser, scoffer; despiser; scoffer 1 καταφρονητής
ἐκδιηγέομαι tell (in detail) 2 ἐκδιηγέομαι
ἔξειμι go out; go away 4 ἔξειμι
προσλαλέω speak to; speak with 2 προσλαλέω
σχεδόν nearly; almost; near 3 σχεδόν
παροτρύνω stir up; incite 1 παροτρύνω
ἐπεγείρω excite; stir up 2 ἐπεγείρω
Ἰκόνιον Iconium 6 Ἰκόνιον
ὁρμή impulse; inclination 2 ὁρμή
καταφεύγω flee; take refuge 2 καταφεύγω
Λυκαονία Lycaonia 1 Λυκαονία
Λύστρα Lystra 6 Λύστρα
Δέρβη Derbe 3 Δέρβη
ὀρθός straight; upright 2 ὀρθός
Λυκαονιστί in (the) Lycaonian (language) 1 Λυκαονιστί
Ζεύς Zeus 2 Ζεύς
Ἑρμῆς Hermes 2 Ἑρμῆς
στέμμα wreath; garland 1 στέμμα
ἐκπηδάω rush out 1 ἐκπηδάω
ὁμοιοπαθής with the same nature 2 ὁμοιοπαθής
μάταιος useless; empty; fruitless 6 μάταιος
παροίχομαι be past 1 παροίχομαι
καίτοι and yet 2 καίτοι
ἀμάρτυρος without witness 1 ἀμάρτυρος
ἀγαθοεργέω do good 2 ἀγαθοεργέω
οὐρανόθεν from heaven 2 οὐρανόθεν
ὑετός rain 5 ὑετός
καρποφόρος fruitful 1 καρποφόρος
μόλις with difficulty; only rarely 6 μόλις
καταπαύω cause to cease; rest 4 καταπαύω
ἐπιστηρίζω strengthen 3 ἐπιστηρίζω
ἐμμένω stay; remain; continue 4 ἐμμένω
χειροτονέω appoint; install; choose 2 χειροτονέω
Πισιδία Pisidia 1 Πισιδία
Ἀττάλεια Attalia 1 Ἀττάλεια
ζήτημα issue 5 ζήτημα
προπέμπω send on one’s way; accompany 9 προπέμπω
ἐπιστροφή conversion 1 ἐπιστροφή
ἀνοικοδομέω build up again 2 ἀνοικοδομέω
κατασκάπτω tear down 2 κατασκάπτω
κατάλοιπος left; remaining 1 κατάλοιπος
παρενοχλέω trouble 1 παρενοχλέω
ἐπιστέλλω inform by letter 3 ἐπιστέλλω
ἀλίσγημα defilement 1 ἀλίσγημα
πνικτός strangled 3 πνικτός
ἀνασκευάζω upset; unsettle 1 ἀνασκευάζω
ἐπάναγκες of a necessary nature 1 ἐπάναγκες
εἰδωλόθυτος food sacrificed to idols 9 εἰδωλόθυτος
ῥώννυμι farewell 1 ῥώννυμι
παροξυσμός sharp disagreement 2 παροξυσμός
ἀποχωρίζω separate; split apart 2 ἀποχωρίζω
ἐκπλέω sail away 3 ἐκπλέω
Γαλατικός Galatian; belonging to Galatia 2 Γαλατικός
Μυσία Mysia 2 Μυσία
Βιθυνία Bithynia 2 Βιθυνία
Τρῳάς Troas 6 Τρῳάς
Μακεδών Macedonian 5 Μακεδών
εὐθυδρομέω run a straight course 2 εὐθυδρομέω
Σαμοθρᾴκη Samothrace 1 Σαμοθρᾴκη
Φίλιπποι Philippi 4 Φίλιπποι
κολωνία colony 1 κολωνία
Λυδία Lydia 2 Λυδία
πορφυρόπωλις merchant dealing in purple cloth 1 πορφυρόπωλις
Θυάτειρα Thyatira 4 Θυάτειρα
πύθων divination; prophecy 1 πύθων
μαντεύομαι prophesy; give an oracle 1 μαντεύομαι
ἐκταράσσω throw into confusion; agitate 1 ἐκταράσσω
συνεφίστημι join in an attack 1 συνεφίστημι
περιρήγνυμι tear off 1 περιρήγνυμι
ῥαβδίζω beat with a rod 2 ῥαβδίζω
δεσμοφύλαξ jailer 3 δεσμοφύλαξ
ἐσώτερος inner 2 ἐσώτερος
ἐπακροάομαι listen to 1 ἐπακροάομαι
ἀνίημι loosen; unfasten 4 ἀνίημι
ἔξυπνος awake 1 ἔξυπνος
εἰσπηδάω rush in 1 εἰσπηδάω
πανοικεί with one’s whole household 1 πανοικεί
ῥαβδοῦχος constable; police officer 2 ῥαβδοῦχος
ἀκατάκριτος uncondemned 2 ἀκατάκριτος
Ἀμφίπολις Amphipolis 1 Ἀμφίπολις
Ἀπολλωνία Apollonia 1 Ἀπολλωνία
Θεσσαλονίκη Thessalonica 5 Θεσσαλονίκη
προσκληρόω join 1 προσκληρόω
ἀγοραῖος market people; rabble 2 ἀγοραῖος
ὀχλοποιέω form a mob 1 ὀχλοποιέω
Ἰάσων Jason 5 Ἰάσων
πολιτάρχης city official 2 πολιτάρχης
ἀναστατόω disturb; trouble; upset 3 ἀναστατόω
Βέροια Berea 2 Βέροια
ἄπειμι be absent 8 ἄπειμι
προθυμία willingness; readiness 5 προθυμία
Ἀθῆναι Athens 4 Ἀθῆναι
ἐκδέχομαι wait for; expect 6 ἐκδέχομαι
παροξύνω provoke; urge on 2 παροξύνω
κατείδωλος full of idols 1 κατείδωλος
παρατυγχάνω happen to be near or present 1 παρατυγχάνω
Ἐπικούρειος Epicurean 1 Ἐπικούρειος
Στοϊκός Stoic 1 Στοϊκός
φιλόσοφος philosopher 1 φιλόσοφος
σπερμολόγος scavenger; babbler 1 σπερμολόγος
καταγγελεύς proclaimer 1 καταγγελεύς
Ἄρειος Areo- 2 Ἄρειος
πάγος pagus 2 πάγος
Ἀθηναῖος Athenian 2 Ἀθηναῖος
δεισιδαίμων devout, religious; devout; religious 1 δεισιδαίμων
ἀναθεωρέω observe carefully 2 ἀναθεωρέω
σέβασμα object of worship 2 σέβασμα
βωμός altar 1 βωμός
ἄγνωστος unknown 1 ἄγνωστος
εὐσεβέω show devotion to; worship 2 εὐσεβέω
ἀνθρώπινος human 7 ἀνθρώπινος
προσδέομαι need; have need of 1 προσδέομαι
ὁροθεσία fixed boundary 1 ὁροθεσία
κατοικία dwelling place; habitation 1 κατοικία
ποιητής doer; maker 6 ποιητής
χάραγμα mark; stamp 8 χάραγμα
τέχνη skill; trade 3 τέχνη
θεῖος divine; divine being 3 θεῖος
ὑπεροράω overlook; disregard 1 ὑπεροράω
χλευάζω mock; scoff 1 χλευάζω
Διονύσιος Dionysius 1 Διονύσιος
Ἀρεοπαγίτης Areopagite 1 Ἀρεοπαγίτης
Δάμαρις Damaris 1 Δάμαρις
Κόρινθος Corinth 6 Κόρινθος
Ἀκύλας Aquila 6 Ἀκύλας
Ποντικός of Pontus 1 Ποντικός
προσφάτως recently 1 προσφάτως
Ἰταλία Italy 4 Ἰταλία
Πρίσκιλλα Prisca; Priscilla 3 Πρίσκιλλα
Ῥώμη Rome 8 Ῥώμη
ὁμότεχνος practicing the same trade 1 ὁμότεχνος
σκηνοποιός tentmaker 1 σκηνοποιός
ἀντιτάσσω oppose; resist 5 ἀντιτάσσω
Τίτιος Titius 1 Τίτιος
συνομορέω border on; be next door to 1 συνομορέω
Κρίσπος Crispus 2 Κρίσπος
Κορίνθιος Corinthian 2 Κορίνθιος
Γαλλίων Gallio 3 Γαλλίων
Ἀχαΐα Achaia 10 Ἀχαΐα
κατεφίσταμαι rise up (against) 1 κατεφίσταμαι
ἀναπείθω persuade 1 ἀναπείθω
ἀδίκημα wrong; crime; misdeed 3 ἀδίκημα
ῥᾳδιούργημα crime; villainy 1 ῥᾳδιούργημα
ἀπελαύνω drive away 1 ἀπελαύνω
Σωσθένης Sosthenes 2 Σωσθένης
Κεγχρεαί Cenchrea 2 Κεγχρεαί
εὐχή vow; prayer 3 εὐχή
ἐπινεύω give consent 1 ἐπινεύω
Ἀπολλῶς Apollos 10 Ἀπολλῶς
λόγιος learned; eloquent 1 λόγιος
ζέω be enthusiastic; be excited 2 ζέω
προτρέπω urge (on); encourage 1 προτρέπω
διακατελέγχομαι confute; refute 1 διακατελέγχομαι
ἀνωτερικός upper; inland 1 ἀνωτερικός
σκληρύνω harden 6 σκληρύνω
σχολή lecture hall 1 σχολή
Τύραννος Tyrannus 1 Τύραννος
χρώς skin 1 χρώς
σιμικίνθιον (a workman’s) apron 1 σιμικίνθιον
περιέρχομαι go about; be an itinerant 3 περιέρχομαι
ἐξορκιστής exorcist 1 ἐξορκιστής
Σκευᾶς Skevas 1 Σκευᾶς
ἐφάλλομαι leap upon 1 ἐφάλλομαι
περίεργος magic; meddlesome 2 περίεργος
συμψηφίζω count up; compute 1 συμψηφίζω
Ἔραστος Erastus 3 Ἔραστος
Δημήτριος Demetrius 3 Δημήτριος
ἀργυροκόπος silversmith 1 ἀργυροκόπος
ἀργυροῦς silver 3 ἀργυροῦς
Ἄρτεμις Artemis 5 Ἄρτεμις
τεχνίτης craftsman; designer 4 τεχνίτης
εὐπορία prosperity; plenty 1 εὐπορία
ἀπελεγμός discredit; disrepute 1 ἀπελεγμός
θεά goddess; sight; spectacle 1 θεά
Ἐφέσιος Ephesian 5 Ἐφέσιος
σύγχυσις confusion; tumult 1 σύγχυσις
θέατρον theater; spectacle 3 θέατρον
Γάϊος Gaius 5 Γάϊος
Ἀρίσταρχος Aristarchus 5 Ἀρίσταρχος
συνέκδημος traveling companion 2 συνέκδημος
Ἀσιάρχης Asiarch 1 Ἀσιάρχης
καταστέλλω restrain; quiet 2 καταστέλλω
νεωκόρος honorary temple keeper 1 νεωκόρος
διοπετής (image) fallen from heaven 1 διοπετής
ἀναντίρρητος undeniable 1 ἀναντίρρητος
προπετής rash; reckless; thoughtless 2 προπετής
ἱερόσυλος temple robber 1 ἱερόσυλος
ἐγκαλέω bring charges (against) 7 ἐγκαλέω
περαιτέρω further, beyond; further; beyond 1 περαιτέρω
ἔννομος legal; lawful 2 ἔννομος
συστροφή disorderly gathering 2 συστροφή
Ἑλλάς Greece 1 Ἑλλάς
γνώμη opinion; judgment; purpose 9 γνώμη
συνέπομαι accompany 1 συνέπομαι
Σώπατρος Sopater 1 Σώπατρος
Πύρρος Pyrrhus 1 Πύρρος
Βεροιαῖος Berean 1 Βεροιαῖος
Θεσσαλονικεύς Thessalonian 4 Θεσσαλονικεύς
Σεκοῦνδος Secundus 1 Σεκοῦνδος
Δερβαῖος from Derbe 1 Δερβαῖος
Ἀσιανός Asian; of Asia 1 Ἀσιανός
Τυχικός Tychicus 5 Τυχικός
Τρόφιμος Trophimus 3 Τρόφιμος
παρατείνω extend; prolong 1 παρατείνω
Εὔτυχος Eutychus 1 Εὔτυχος
θυρίς window 2 θυρίς
καταφέρω be brought down; cast against 4 καταφέρω
τρίστεγον third story 1 τρίστεγον
συμπεριλαμβάνω throw one’s arms around 1 συμπεριλαμβάνω
αὐγή dawn; daybreak 1 αὐγή
μετρίως moderately; somewhat 1 μετρίως
Ἆσσος Assos 2 Ἆσσος
πεζεύω travel by land 1 πεζεύω
Μιτυλήνη Mitylene 1 Μιτυλήνη
ἄντικρυς opposite 1 ἄντικρυς
Χίος Chios 1 Χίος
παραβάλλω approach; come near 1 παραβάλλω
Σάμος Samos 1 Σάμος
Μίλητος Miletus 3 Μίλητος
παραπλέω sail past 1 παραπλέω
χρονοτριβέω spend time; lose time 1 χρονοτριβέω
ταπεινοφροσύνη humility 7 ταπεινοφροσύνη
ὑποστέλλω shrink from; avoid; withdraw 4 ὑποστέλλω
μαρτύρομαι testify; insist; implore 5 μαρτύρομαι
ἐπίσκοπος overseer; bishop 5 ἐπίσκοπος
ἄφιξις departure 1 ἄφιξις
φείδομαι spare 10 φείδομαι
τριετία three years 1 τριετία
νουθετέω admonish; instruct 8 νουθετέω
Κῶς Cos 1 Κῶς
Ῥόδος Rhodes 1 Ῥόδος
Πάταρα Patara 1 Πάταρα
ἐκεῖσε there; at that place 2 ἐκεῖσε
ἀποφορτίζομαι unload 1 ἀποφορτίζομαι
γόμος cargo; load; freight 3 γόμος
ἐξαρτίζω bring to an end; finish 2 ἐξαρτίζω
ἀπασπάζομαι take leave of 1 ἀπασπάζομαι
πλόος voyage 3 πλόος
διανύω complete; finish; accomplish 1 διανύω
Πτολεμαΐς Ptolemais 1 Πτολεμαΐς
εὐαγγελιστής evangelist 3 εὐαγγελιστής
ἐντόπιος local; local resident 1 ἐντόπιος
συνθρύπτω break in pieces 1 συνθρύπτω
ἑτοίμως readily 3 ἑτοίμως
ἐπισκευάζομαι get ready 1 ἐπισκευάζομαι
Μνάσων Mnason 1 Μνάσων
ἀσμένως gladly 1 ἀσμένως
ἀποστασία rebellion; abandonment 2 ἀποστασία
ξυράω shave 3 ξυράω
στοιχέω hold to; conform; follow 5 στοιχέω
ἐκπλήρωσις fulfillment; completion 1 ἐκπλήρωσις
ἁγνισμός purification 1 ἁγνισμός
προσφορά offering 9 προσφορά
πανταχῇ everywhere 1 πανταχῇ
συνδρομή running together 1 συνδρομή
ἕλκω drag 2 ἕλκω
φάσις report; news 1 φάσις
κατατρέχω run down 1 κατατρέχω
ἀσφαλής certainty; truth; certain 5 ἀσφαλής
παρεμβολή barracks; headquarters 10 παρεμβολή
ἀναβαθμός flight of stairs; steps 2 ἀναβαθμός
σικάριος assassin 1 σικάριος
ἄσημος insignificant; unimportant 1 ἄσημος
σιγή silence 2 σιγή
Ἑβραΐς Aramaic 3 Ἑβραΐς
ἀπολογία defense 8 ἀπολογία
ἡσυχία quietness; silence 4 ἡσυχία
ἀκρίβεια therefore; now; indeed 1 ἀκρίβεια
πατρῷος of one’s fathers 3 πατρῷος
τιμωρέω punish 2 τιμωρέω
ἔδαφος ground 1 ἔδαφος
ἀπολούω wash off; wash away 2 ἀπολούω
φυλακίζω imprison 1 φυλακίζω
καθήκω be fitting (for); be fitting 2 καθήκω
ῥιπτέω throw; throw off 1 ῥιπτέω
ἀήρ air 7 ἀήρ
ἀνετάζω examine judicially 2 ἀνετάζω
προτείνω stretch out 1 προτείνω
μαστίζω whip; scourge 1 μαστίζω
κεφάλαιον sum of money; main thing 2 κεφάλαιον
πολιτεία citizenship; commonwealth 2 πολιτεία
πολιτεύομαι live; lead one’s life 2 πολιτεύομαι
τοῖχος wall 1 τοῖχος
παρανομέω break the law 1 παρανομέω
διαμάχομαι contend sharply 1 διαμάχομαι
συνωμοσία conspiracy; plot 1 συνωμοσία
ἀνάθεμα cursed; accursed 6 ἀνάθεμα
διαγινώσκω distinguish; determine 2 διαγινώσκω
ἐνέδρα ambush 2 ἐνέδρα
ἐκλαλέω speak out; tell 1 ἐκλαλέω
ἱππεύς horseman 2 ἱππεύς
δεξιολάβος bowman; slinger; spearman 1 δεξιολάβος
Φῆλιξ Felix 9 Φῆλιξ
Λυσίας Lysias 2 Λυσίας
ἔγκλημα charge; accusation 2 ἔγκλημα
Ἀντιπατρίς Antipatris 1 Ἀντιπατρίς
ἀναδίδωμι deliver; hand over 1 ἀναδίδωμι
ἐπαρχεία province 2 ἐπαρχεία
διακούω give a hearing to 1 διακούω
ῥήτωρ advocate; attorney 1 ῥήτωρ
Τέρτυλλος Tertullus 2 Τέρτυλλος
διόρθωμα improvement; reform 1 διόρθωμα
πρόνοια provision; foresight 2 πρόνοια
πάντῃ all; every 1 πάντῃ
ἐγκόπτω hinder; thwart 5 ἐγκόπτω
ἐπιείκεια indulgence; tolerance 2 ἐπιείκεια
πρωτοστάτης leader; ringleader 1 πρωτοστάτης
συνεπιτίθημι join in an attack 1 συνεπιτίθημι
φάσκω assert; claim 3 φάσκω
εὐθύμως cheerfully 1 εὐθύμως
ἐπίστασις pressure; care; stop 2 ἐπίστασις
ἀσκέω practice; engage in 1 ἀσκέω
ἀπρόσκοπος blameless; clear 3 ἀπρόσκοπος
ἀναβάλλω put off; adjourn 1 ἀναβάλλω
ἄνεσις rest; relief 5 ἄνεσις
Δρούσιλλα Drusilla 1 Δρούσιλλα
ἐγκράτεια self control; self-control 4 ἐγκράτεια
διετία two years 2 διετία
διάδοχος successor 1 διάδοχος
Πόρκιος Porcius 1 Πόρκιος
κατατίθημι grant; give 2 κατατίθημι
συγκαταβαίνω go down with 1 συγκαταβαίνω
αἰτίωμα charge 1 αἰτίωμα
Βερνίκη Bernice 3 Βερνίκη
ἀνατίθημι lay out; communicate 2 ἀνατίθημι
καταδίκη sentence of condemnation 1 καταδίκη
ἀναβολή delay 1 ἀναβολή
δεισιδαιμονία religion 1 δεισιδαιμονία
σεβαστός revered; august 3 σεβαστός
διάγνωσις decision 1 διάγνωσις
φαντασία pomp; pageantry 1 φαντασία
ἀκροατήριον audience hall 1 ἀκροατήριον
ἐξοχή prominence 1 ἐξοχή
συμπάρειμι be together; be present with 1 συμπάρειμι
ἐντυγχάνω appeal; intercede 5 ἐντυγχάνω
ἀνάκρισις investigation; hearing 1 ἀνάκρισις
ἄλογος without reason 3 ἄλογος
γνώστης knowledgeable 1 γνώστης
μακροθύμως patiently 1 μακροθύμως
βίωσις manner of life 1 βίωσις
προγινώσκω know beforehand; foreknow 5 προγινώσκω
ἀκριβής exact, strict; exact; strict 1 ἀκριβής
θρησκεία religion; worship 4 θρησκεία
δωδεκάφυλον twelve tribes 1 δωδεκάφυλον
ἐκτένεια earnestness 1 ἐκτένεια
ψῆφος stone; pebble; voting pebble 3 ψῆφος
ἐμμαίνομαι be enraged 1 ἐμμαίνομαι
ἐπιτροπή permission; commission 1 ἐπιτροπή
λαμπρότης brightness 1 λαμπρότης
κέντρον sting; goad 4 κέντρον
λακτίζω kick 1 λακτίζω
πειράω try; attempt; endeavor 1 πειράω
ἐπικουρία help 1 ἐπικουρία
παθητός subject to suffering 1 παθητός
μανία madness 1 μανία
περιτρέπω turn 1 περιτρέπω
σωφροσύνη moderation; self-control 3 σωφροσύνη
εὔχομαι pray; pray (for); wish 7 εὔχομαι
ὁποῖος of what sort; as 5 ὁποῖος
δεσμώτης prisoner 2 δεσμώτης
Ἰούλιος Julius 2 Ἰούλιος
Ἀδραμυττηνός of Adramyttium 1 Ἀδραμυττηνός
φιλανθρώπως benevolently, kindly; benevolently; kindly 1 φιλανθρώπως
ἐπιμέλεια attention; care 1 ἐπιμέλεια
ὑποπλέω sail under the lee of (an island) 2 ὑποπλέω
διαπλέω sail across 1 διαπλέω
Μύρα Myra 1 Μύρα
Λυκία Lycia 1 Λυκία
Ἀλεξανδρῖνος Alexandrian 2 Ἀλεξανδρῖνος
ἐμβιβάζω place on; put on board 1 ἐμβιβάζω
βραδυπλοέω sail slowly 1 βραδυπλοέω
Κνίδος Cnidus 1 Κνίδος
προσεάω permit to go further 1 προσεάω
Κρήτη Crete 5 Κρήτη
Σαλμώνη Salmone 1 Σαλμώνη
παραλέγομαι sail past; coast along 2 παραλέγομαι
λιμήν harbor 3 λιμήν
Λασαία Lasea 1 Λασαία
ἐπισφαλής unsafe, dangerous 1 ἐπισφαλής
παραινέω advise; recommend; urge 2 παραινέω
ὕβρις disaster; damage; insult 3 ὕβρις
ζημία loss 4 ζημία
κυβερνήτης shipmaster 2 κυβερνήτης
ναύκληρος shipowner 1 ναύκληρος
ἀνεύθετος not well placed; unsuitable 1 ἀνεύθετος
παραχειμασία wintering 1 παραχειμασία
παραχειμάζω spend the winter; winter 4 παραχειμάζω
λίψ southwest 1 λίψ
χῶρος northwest 1 χῶρος
ὑποπνέω blow gently 1 ὑποπνέω
ἆσσον nearer 1 ἆσσον
τυφωνικός like a whirlwind; typhoon 1 τυφωνικός
εὐρακύλων Euraquilo; northeaster 1 εὐρακύλων
ἀντοφθαλμέω look directly at; face 1 ἀντοφθαλμέω
νησίον small island 1 νησίον
ὑποτρέχω run (or sail) under the lee of 1 ὑποτρέχω
Καῦδα Cauda 1 Καῦδα
περικρατής having power 1 περικρατής
σκάφη small boat; skiff 3 σκάφη
βοήθεια help 2 βοήθεια
ὑποζώννυμι undergird 1 ὑποζώννυμι
Σύρτις Syrtis 1 Σύρτις
σφοδρῶς very much; greatly; violently 1 σφοδρῶς
χειμάζω toss in a storm 1 χειμάζω
ἐκβολή jettisoning 1 ἐκβολή
αὐτόχειρ with one’s own hand 1 αὐτόχειρ
σκευή equipment; gear 1 σκευή
περιαιρέω take away; remove 5 περιαιρέω
ἀσιτία lack of appetite 1 ἀσιτία
εὐθυμέω be cheerful 3 εὐθυμέω
ἀποβολή loss; rejection 2 ἀποβολή
τεσσαρεσκαιδέκατος fourteenth 2 τεσσαρεσκαιδέκατος
Ἀδρίας Adriatic Sea 1 Ἀδρίας
ναύτης sailor 3 ναύτης
βολίζω heave the lead 2 βολίζω
ὀργυιά fathom 2 ὀργυιά
ἄγκυρα anchor 4 ἄγκυρα
πρῷρα bow (of a ship) 2 πρῷρα
ἄσιτος without eating; fasting 1 ἄσιτος
διατελέω continue; remain 1 διατελέω
εὔθυμος cheerful 1 εὔθυμος
κορέννυμι satiate; eat one’s fill 2 κορέννυμι
κουφίζω make light; lighten 1 κουφίζω
ζευκτηρία bands; ropes 1 ζευκτηρία
πηδάλιον rudder; steering oar 2 πηδάλιον
ἀρτέμων foresail 1 ἀρτέμων
διθάλασσος point of land; crosscurrent 1 διθάλασσος
ἐπικέλλω run aground 1 ἐπικέλλω
ναῦς boat; ship 1 ναῦς
ἐρείδω jam fast; become fixed 1 ἐρείδω
ἀσάλευτος unshakable, enduring; unshakable; enduring 2 ἀσάλευτος
ἐκκολυμβάω swim away 1 ἐκκολυμβάω
διαφεύγω escape 1 διαφεύγω
βούλημα purpose; will; intention 3 βούλημα
κολυμβάω swim 1 κολυμβάω
ἀπορίπτω throw oneself down; jump 1 ἀπορίπτω
σανίς board, plank; board; plank 1 σανίς
Μελίτη Malta 1 Μελίτη
βάρβαρος barbarian; foreigner 6 βάρβαρος
φιλανθρωπία love for mankind; kindness 2 φιλανθρωπία
πυρά fire 2 πυρά
φρύγανον piece of dry wood; brushwood 1 φρύγανον
θέρμη heat 1 θέρμη
καθάπτω take hold of; seize 1 καθάπτω
δίκη punishment; penalty; Justice 3 δίκη
πίμπρημι burn (with fever); swell up 1 πίμπρημι
μεταβάλλω change 1 μεταβάλλω
Πόπλιος Publius 2 Πόπλιος
ἀναδέχομαι receive; welcome 2 ἀναδέχομαι
φιλοφρόνως in a friendly manner 1 φιλοφρόνως
δυσεντέριον dysentery 1 δυσεντέριον
παράσημος marked 1 παράσημος
Διόσκουροι Dioscuri 1 Διόσκουροι
Συράκουσαι Syracuse 1 Συράκουσαι
Ῥήγιον Rhegium 1 Ῥήγιον
ἐπιγίνομαι come on; come up 1 ἐπιγίνομαι
δευτεραῖος on the second day 1 δευτεραῖος
Ποτίολοι Puteoli 1 Ποτίολοι
Ἄππιος Appius 1 Ἄππιος
φόρον forum 1 φόρον
ταβέρναι tavern; inn; shop 1 ταβέρναι
θάρσος courage 1 θάρσος
ξενία lodging place; guest room 2 ξενία
ἀσύμφωνος in disagreement with 1 ἀσύμφωνος
μίσθωμα what is rented; rented house 1 μίσθωμα
ἀκωλύτως without hindrance 1 ἀκωλύτως
προεπαγγέλλω promise previously 2 προεπαγγέλλω
ἁγιωσύνη holiness 3 ἁγιωσύνη
ἀδιαλείπτως constantly; unceasingly 4 ἀδιαλείπτως
μνεία remembrance; mention 7 μνεία
εὐοδόω prosper; go well (with) 4 εὐοδόω
ἐπιποθέω long for; desire 9 ἐπιποθέω
συμπαρακαλέω encourage together 1 συμπαρακαλέω
προτίθημι plan; propose; intend 3 προτίθημι
ἀσέβεια impiety; ungodliness 6 ἀσέβεια
ἀόρατος invisible 5 ἀόρατος
ποίημα work; creation 2 ποίημα
καθοράω discern clearly 1 καθοράω
ἀΐδιος eternal 2 ἀΐδιος
θειότης deity 1 θειότης
ἀναπολόγητος without excuse 2 ἀναπολόγητος
ματαιόω render futile 1 ματαιόω
ὁμοίωμα likeness; form; appearance 6 ὁμοίωμα
φθαρτός perishable; corruptible 6 φθαρτός
μεταλλάσσω exchange 2 μεταλλάσσω
σεβάζομαι worship 1 σεβάζομαι
πάθος passion; lustful passion 3 πάθος
ἀτιμία dishonor 7 ἀτιμία
φυσικός natural; according to nature 3 φυσικός
χρῆσις relations; function 2 χρῆσις
ἐκκαίω be inflamed 1 ἐκκαίω
ὄρεξις desire; lust; craving 1 ὄρεξις
ἀσχημοσύνη shameless deed; shame 2 ἀσχημοσύνη
ἀντιμισθία recompense; penalty; exchange 2 ἀντιμισθία
ἀδόκιμος unqualified; disqualified 8 ἀδόκιμος
ἔρις strife; contention 9 ἔρις
κακοήθεια malevolence 1 κακοήθεια
ψιθυριστής gossiper 1 ψιθυριστής
κατάλαλος slanderous 1 κατάλαλος
θεοστυγής hating God 1 θεοστυγής
ὑβριστής violent; insolent 2 ὑβριστής
ἀλαζών boaster; braggart 2 ἀλαζών
ἐφευρετής inventor; contriver 1 ἐφευρετής
ἀσύνθετος faithless 1 ἀσύνθετος
ἄστοργος hardhearted; unfeeling 2 ἄστοργος
ἀνελεήμων unmerciful 1 ἀνελεήμων
χρηστότης goodness; kindness 10 χρηστότης
ἀνοχή forbearance 2 ἀνοχή
σκληρότης hardness; stubbornness 1 σκληρότης
ἀμετανόητος impenitent; unrepentant 1 ἀμετανόητος
δικαιοκρισία righteous judgment 1 δικαιοκρισία
ἀφθαρσία incorruptibility; immortality 7 ἀφθαρσία
ἐριθεία selfish ambition 7 ἐριθεία
στενοχωρία distress; trouble; difficulty 4 στενοχωρία
προσωπολημψία partiality 4 προσωπολημψία
ἀνόμως lawless; without law 2 ἀνόμως
ἀκροατής hearer 4 ἀκροατής
γραπτός written 1 γραπτός
συμμαρτυρέω bear witness with; confirm 3 συμμαρτυρέω
λογισμός thought; argument 2 λογισμός
ἐπονομάζω call; name 1 ἐπονομάζω
παιδευτής instructor; teacher 2 παιδευτής
μόρφωσις embodiment; formulation; form 2 μόρφωσις
βδελύσσομαι abhor; detest 2 βδελύσσομαι
ἱεροσυλέω rob a temple 1 ἱεροσυλέω
παράβασις transgression 7 παράβασις
παραβάτης violator; transgressor 5 παραβάτης
ὠφέλεια use; gain; advantage 2 ὠφέλεια
ἐπιφέρω bring on; inflict; pronounce 2 ἐπιφέρω
ψεῦσμα lie; lying; untruthfulness 1 ψεῦσμα
ἔνδικος righteous; just 2 ἔνδικος
προέχω have an advantage 1 προέχω
προαιτιάομαι accuse beforehand 1 προαιτιάομαι
ἐκκλίνω stay away from; avoid 3 ἐκκλίνω
ἀχρειόω become depraved 1 ἀχρειόω
λάρυγξ throat 1 λάρυγξ
δολιόω deceive 1 δολιόω
ἰός poison; venom; corrosion 3 ἰός
ἀσπίς asp 1 ἀσπίς
ἀρά curse 1 ἀρά
ὀξύς sharp 8 ὀξύς
σύντριμμα corruption; destruction 1 σύντριμμα
ταλαιπωρία distress; trouble; misery 2 ταλαιπωρία
φράσσω shut; close 3 φράσσω
ὑπόδικος answerable; accountable 1 ὑπόδικος
διαστολή difference; distinction 3 διαστολή
ἱλαστήριον mercy seat; place of propitiation 2 ἱλαστήριον
ἔνδειξις demonstration; proof; sign 4 ἔνδειξις
πάρεσις passing over 1 πάρεσις
προγίνομαι happen before; be done before 1 προγίνομαι
ἐκκλείω exclude; shut out 2 ἐκκλείω
εἴπερ since; if indeed 6 εἴπερ
προπάτωρ ancestor; forefather 1 προπάτωρ
ἀσεβής ungodly; impious 10 ἀσεβής
μακαρισμός blessing 3 μακαρισμός
ἐπικαλύπτω cover over; cover up 1 ἐπικαλύπτω
ἴχνος footprint; track; footsteps 3 ἴχνος
κενόω empty; render void 5 κενόω
βέβαιος in force; valid; firm 8 βέβαιος
νεκρόω put to death 3 νεκρόω
ἑκατονταετής hundred years old 1 ἑκατονταετής
νέκρωσις deadness; death 2 νέκρωσις
Σάρρα Sarah 4 Σάρρα
δικαίωσις justification; vindication 2 δικαίωσις
προσαγωγή access 3 προσαγωγή
δοκιμή proven character 7 δοκιμή
τάχα perhaps; possibly 2 τάχα
καταλλάσσω reconcile 6 καταλλάσσω
καταλλαγή reconciliation 4 καταλλαγή
ἐλλογέω charge to one’s account 2 ἐλλογέω
δώρημα gift 2 δώρημα
κατάκριμα condemnation; penalty 3 κατάκριμα
περισσεία surplus; abundance 4 περισσεία
παρακοή disobedience 3 παρακοή
παρεισέρχομαι slip in 2 παρεισέρχομαι
πλεονάζω increase; grow 9 πλεονάζω
ὑπερπερισσεύω be in great excess 2 ὑπερπερισσεύω
συνθάπτω bury with 2 συνθάπτω
καινότης newness 2 καινότης
σύμφυτος identified with 1 σύμφυτος
συζάω live with 3 συζάω
ἐφάπαξ once for all 5 ἐφάπαξ
θνητός mortal 6 θνητός
ἤτοι whether 1 ἤτοι
ἁγιασμός sanctification; holiness 10 ἁγιασμός
ὕπανδρος married 1 ὕπανδρος
παλαιότης oldness 1 παλαιότης
ἀφορμή occasion; opportunity 7 ἀφορμή
ἐξαπατάω deceive; cheat 6 ἐξαπατάω
ὑπερβολή extraordinary degree 8 ὑπερβολή
σάρκινος fleshly; merely human 4 σάρκινος
σύμφημι concur; agree with 1 σύμφημι
οἰκέω live; dwell 9 οἰκέω
παράκειμαι be present; have come 2 παράκειμαι
συνήδομαι delight in 1 συνήδομαι
ἀντιστρατεύομαι be at war with 1 ἀντιστρατεύομαι
ταλαίπωρος miserable; wretched 2 ταλαίπωρος
φρόνημα mindset 4 φρόνημα
ἐνοικέω live; dwell; dwell (in) 5 ἐνοικέω
δουλεία slavery; servility 5 δουλεία
υἱοθεσία adoption 5 υἱοθεσία
συγκληρονόμος fellow heir 4 συγκληρονόμος
συμπάσχω suffer with; suffer together 2 συμπάσχω
συνδοξάζω glorify together 1 συνδοξάζω
ἀποκαραδοκία eager expectation 2 ἀποκαραδοκία
ἀπεκδέχομαι await eagerly 8 ἀπεκδέχομαι
ματαιότης emptiness; futility 3 ματαιότης
ἑκών voluntarily; willingly 2 ἑκών
φθορά corruption; destruction 9 φθορά
συστενάζω groan together 1 συστενάζω
συνωδίνω suffer agony together 1 συνωδίνω
ἀπαρχή first fruits 9 ἀπαρχή
καθό degree that; as; in so far as 4 καθό
ὑπερεντυγχάνω plead; intercede 1 ὑπερεντυγχάνω
ἀλάλητος unexpressed; wordless 1 ἀλάλητος
σύμμορφος conformed to 2 σύμμορφος
γυμνότης nakedness; naked 3 γυμνότης
κίνδυνος danger 9 κίνδυνος
ὑπερνικάω prevail completely 1 ὑπερνικάω
ἐνίστημι present; current; impending 7 ἐνίστημι
ὕψωμα height; world above 2 ὕψωμα
ἀδιάλειπτος unceasing; constant 2 ἀδιάλειπτος
ὀδύνη pain; distress; woe 2 ὀδύνη
νομοθεσία legislation; lawgiving 1 νομοθεσία
Ῥεβέκκα Rebecca 1 Ῥεβέκκα
μήπω not yet 2 μήπω
Ἠσαῦ Esau 3 Ἠσαῦ
οἰκτίρω have compassion on 2 οἰκτίρω
ἐλεάω show mercy; have mercy on 4 ἐλεάω
ἐξεγείρω raise up 2 ἐξεγείρω
μέμφομαι blame; find fault 2 μέμφομαι
μενοῦνγε rather; on the contrary 3 μενοῦνγε
πλάσμα that which is molded 1 πλάσμα
πλάσσω form; mold 2 πλάσσω
φύραμα batch of dough; lump 5 φύραμα
προετοιμάζω prepare beforehand 2 προετοιμάζω
Ὡσηέ Hosea 1 Ὡσηέ
ὑπόλειμμα remnant 1 ὑπόλειμμα
συντέμνω cut short; limit 1 συντέμνω
Σαβαώθ army; host 2 Σαβαώθ
πρόσκομμα stumbling 6 πρόσκομμα
φθόγγος tone; voice 2 φθόγγος
παραζηλόω provoke to jealousy 4 παραζηλόω
παροργίζω provoke to anger; make angry 2 παροργίζω
ἀποτολμάω be very bold 1 ἀποτολμάω
ἐκπετάννυμι stretch out; hold out 1 ἐκπετάννυμι
ὑπολείπω leave remaining 1 ὑπολείπω
χρηματισμός divine response 1 χρηματισμός
ἑπτακισχίλιοι seven thousand 1 ἑπτακισχίλιοι
κάμπτω bend; bow 4 κάμπτω
Βάαλ Baal 1 Βάαλ
λεῖμμα remnant 1 λεῖμμα
ἐπιτυγχάνω obtain 5 ἐπιτυγχάνω
κατάνυξις stupefaction 1 κατάνυξις
θήρα net, trap; net; trap 1 θήρα
νῶτος back 1 νῶτος
συγκάμπτω (cause to) bend 1 συγκάμπτω
πταίω stumble; trip 5 πταίω
ἥττημα loss 2 ἥττημα
πρόσλημψις acceptance 1 πρόσλημψις
ἐκκλάω break off 3 ἐκκλάω
ἀγριέλαιος wild olive tree 2 ἀγριέλαιος
ἐγκεντρίζω graft in 6 ἐγκεντρίζω
συγκοινωνός partner; sharer; participant 4 συγκοινωνός
πιότης fatness; richness 1 πιότης
κατακαυχάομαι boast (against); exult over 4 κατακαυχάομαι
ἀποτομία severity 2 ἀποτομία
καλλιέλαιος cultivated olive tree 1 καλλιέλαιος
ἀμεταμέλητος irrevocable 2 ἀμεταμέλητος
ἀπείθεια disobedience 7 ἀπείθεια
ἀνεξεραύνητος unfathomable; unsearchable 1 ἀνεξεραύνητος
ἀνεξιχνίαστος inscrutable; incomprehensible 2 ἀνεξιχνίαστος
σύμβουλος counselor 1 σύμβουλος
προδίδωμι give in advance 1 προδίδωμι
οἰκτιρμός compassion; pity; mercy 5 οἰκτιρμός
εὐάρεστος pleasing; acceptable 9 εὐάρεστος
λογικός reasonable; rational 2 λογικός
συσχηματίζω conform to 2 συσχηματίζω
ἀνακαίνωσις renewal 2 ἀνακαίνωσις
ὑπερφρονέω think too highly of oneself 1 ὑπερφρονέω
διάφορος different; excellent 4 διάφορος
ἀναλογία proportion 1 ἀναλογία
ἁπλότης sincerity; generosity 7 ἁπλότης
προΐστημι lead; rule over; manage 8 προΐστημι
ἱλαρότης cheerfulness 1 ἱλαρότης
ἀνυπόκριτος without hypocrisy; genuine 6 ἀνυπόκριτος
ἀποστυγέω abhor 1 ἀποστυγέω
φιλαδελφία brotherly love 6 φιλαδελφία
φιλόστοργος loving dearly; being devoted 1 φιλόστοργος
προηγέομαι esteem more highly 1 προηγέομαι
κοινωνέω share; share in 8 κοινωνέω
φιλοξενία hospitality 2 φιλοξενία
συναπάγω lead away with; accommodate 3 συναπάγω
προνοέω take thought for; provide for 3 προνοέω
ψωμίζω feed; give away bit by bit 2 ψωμίζω
ἄνθραξ coal; charcoal 1 ἄνθραξ
σωρεύω heap up; load up with 2 σωρεύω
ὑπερέχω be better than; surpass 5 ὑπερέχω
εἰκῇ no purpose; in vain 6 εἰκῇ
ἔκδικος avenging; punishing 2 ἔκδικος
λειτουργός servant; minister 5 λειτουργός
ἀνακεφαλαιόω sum up; bring together 2 ἀνακεφαλαιόω
εὐσχημόνως decently; becomingly 3 εὐσχημόνως
κῶμος carousing; revelry 3 κῶμος
διάκρισις distinguishing 3 διάκρισις
δυνατέω be able; be powerful 3 δυνατέω
δόκιμος approved; tested 7 δόκιμος
κρέας food; eating; consuming 2 κρέας
ἀσθένημα weakness 1 ἀσθένημα
ὀνειδισμός reproach; insult; disgrace 5 ὀνειδισμός
προγράφω write beforehand 4 προγράφω
ψάλλω sing praise 5 ψάλλω
ἀγαθωσύνη goodness 4 ἀγαθωσύνη
τολμηρός bold; daring; audacious 1 τολμηρός
ἐπαναμιμνῄσκω remind again 1 ἐπαναμιμνῄσκω
ἱερουργέω act as a priest 1 ἱερουργέω
εὐπρόσδεκτος acceptable 5 εὐπρόσδεκτος
Ἰλλυρικόν Illyricum 1 Ἰλλυρικόν
φιλοτιμέομαι have as one’s ambition 3 φιλοτιμέομαι
κλίμα region 3 κλίμα
ἐπιποθία longing; desire 1 ἐπιποθία
Σπανία Spain 2 Σπανία
σαρκικός fleshly; material; physical 7 σαρκικός
ἐπιτελέω complete; accomplish 10 ἐπιτελέω
συναγωνίζομαι contend along with 1 συναγωνίζομαι
συναναπαύομαι rest with 1 συναναπαύομαι
Φοίβη Phoebe 1 Φοίβη
ἀξίως worthily 6 ἀξίως
προστάτις patroness; protectress 1 προστάτις
Πρίσκα Prisca 3 Πρίσκα
ὑποτίθημι lay down; risk; make known 2 ὑποτίθημι
Ἐπαίνετος Epenetus 1 Ἐπαίνετος
Ἀνδρόνικος Andronicus 1 Ἀνδρόνικος
Ἰουνιᾶς Junia 1 Ἰουνιᾶς
συναιχμάλωτος fellow prisoner 3 συναιχμάλωτος
Ἀμπλιᾶτος Ampliatus 1 Ἀμπλιᾶτος
Οὐρβανός Urbanus 1 Οὐρβανός
Ἀπελλῆς Apelles 1 Ἀπελλῆς
Ἀριστόβουλος Aristobulus 1 Ἀριστόβουλος
Ἡρῳδίων Herodion 1 Ἡρῳδίων
Νάρκισσος Narcissus 1 Νάρκισσος
Τρύφαινα Tryphena 1 Τρύφαινα
Τρυφῶσα Tryphosa 1 Τρυφῶσα
Περσίς Persis 1 Περσίς
Ἀσύγκριτος Asyncritus 1 Ἀσύγκριτος
Φλέγων Phlegon 1 Φλέγων
Πατροβᾶς Patrobas 1 Πατροβᾶς
Ἑρμᾶς Hermas 1 Ἑρμᾶς
Φιλόλογος Philologus 1 Φιλόλογος
Ἰουλία Julia 1 Ἰουλία
Νηρεύς Nereus 1 Νηρεύς
Ὀλυμπᾶς Olympas 1 Ὀλυμπᾶς
διχοστασία dissension 2 διχοστασία
χρηστολογία smooth speech 1 χρηστολογία
ἄκακος innocent; guileless 2 ἄκακος
ἀφικνέομαι reach; arrive at 1 ἀφικνέομαι
Σωσίπατρος Sosipater 1 Σωσίπατρος
Τέρτιος Tertius 1 Τέρτιος
Κούαρτος Quartus 1 Κούαρτος
πλουτίζω make rich 3 πλουτίζω
ἀνέγκλητος blameless; above reproach 5 ἀνέγκλητος
δηλόω reveal; make clear; indicate 7 δηλόω
Χλόη Chloe 1 Χλόη
Στεφανᾶς Stephanas 3 Στεφανᾶς
μωρία foolishness 5 μωρία
συζητητής debater 1 συζητητής
ἀγενής insignificant 1 ἀγενής
ὑπεροχή superiority; authority 2 ὑπεροχή
πειθώ persuasiveness 1 πειθώ
ἀπόδειξις proof; demonstration 1 ἀπόδειξις
συγκρίνω compare; combine; explain 3 συγκρίνω
ψυχικός natural; unspiritual 6 ψυχικός
πνευματικῶς spiritually; symbolically 2 πνευματικῶς
γάλα milk 5 γάλα
γεώργιον field; cultivated land 1 γεώργιον
ἀρχιτέκτων master builder 1 ἀρχιτέκτων
ἐποικοδομέω build upon; build up 7 ἐποικοδομέω
καλάμη straw 1 καλάμη
φθείρω corrupt; destroy; ruin 9 φθείρω
δράσσομαι catch; seize 1 δράσσομαι
μετασχηματίζω change; disguise oneself 5 μετασχηματίζω
φυσιόω puff up; make proud 7 φυσιόω
ὄφελον would that; owe 4 ὄφελον
συμβασιλεύω reign (as king) with 2 συμβασιλεύω
ἐπιθανάτιος condemned to death 1 ἐπιθανάτιος
γυμνιτεύω be poorly clothed 1 γυμνιτεύω
ἀστατέω be homeless 1 ἀστατέω
δυσφημέω slander; defame 1 δυσφημέω
περικάθαρμα refuse; dirt; offscouring 1 περικάθαρμα
περίψημα offscouring 1 περίψημα
μυρίος countless; ten thousand 2 μυρίος
παιδαγωγός guardian; leader; guide 3 παιδαγωγός
μιμητής imitator 6 μιμητής
ὄλεθρος destruction 4 ὄλεθρος
ἐκκαθαίρω clean out; cleanse 2 ἐκκαθαίρω
ἑορτάζω celebrate a feast 1 ἑορτάζω
εἰλικρίνεια sincerity; purity of motive 3 εἰλικρίνεια
συναναμίγνυμι associate with 3 συναναμίγνυμι
πόρνος sexually immoral person 10 πόρνος
πλεονέκτης greedy person; greedy 4 πλεονέκτης
εἰδωλολάτρης idolater 7 εἰδωλολάτρης
λοίδορος abusive person; reviler 2 λοίδορος
μέθυσος drunkard 2 μέθυσος
ἐξαίρω remove; lift up 1 ἐξαίρω
ἀνάξιος unworthy 1 ἀνάξιος
κριτήριον court; tribunal 3 κριτήριον
μήτιγε not indeed 1 μήτιγε
ἐντροπή shame 2 ἐντροπή
ἔνι there is 6 ἔνι
ἀρσενοκοίτης sodomite 2 ἀρσενοκοίτης
πορνεύω commit sexual immorality 8 πορνεύω
σύμφωνος agreement 1 σύμφωνος
συγγνώμη concession 1 συγγνώμη
ἐπιταγή command; authority 6 ἐπιταγή
ἄγαμος unmarried 4 ἄγαμος
ἐγκρατεύομαι control oneself 2 ἐγκρατεύομαι
πυρόω burn; fire 6 πυρόω
ἐπισπάομαι undo one’s circumcision 1 ἐπισπάομαι
ἀπελεύθερος freedperson 1 ἀπελεύθερος
λύσις release; separation 1 λύσις
καταχράομαι make full use of 2 καταχράομαι
σχῆμα present form; appearance 2 σχῆμα
σύμφορος benefit; advantage 2 σύμφορος
βρόχος noose; restriction; restraint 1 βρόχος
εὐπάρεδρος constantly in service 1 εὐπάρεδρος
ἀπερισπάστως without distraction 1 ἀπερισπάστως
ἀσχημονέω behave dishonorably 2 ἀσχημονέω
ὑπέρακμος past one’s prime 1 ὑπέρακμος
ἑδραῖος firm; steadfast 3 ἑδραῖος
κρείσσων better 4 κρείσσων
μολύνω defile 3 μολύνω
εἰδωλεῖον idol’s temple 1 εἰδωλεῖον
διόπερ therefore 2 διόπερ
κημόω muzzle 1 κημόω
ἀλοάω thresh 3 ἀλοάω
μετέχω share; partake; participate 8 μετέχω
στέγω bear; endure; stand 4 στέγω
ἐγκοπή hindrance 1 ἐγκοπή
ἱερός holy thing; holy 2 ἱερός
παρεδρεύω attend to 1 παρεδρεύω
συμμερίζω have a share with 1 συμμερίζω
ἄκων unwilling 1 ἄκων
ἀδάπανος free of charge 1 ἀδάπανος
βραβεῖον prize 2 βραβεῖον
ἀδήλως uncertainly; aimlessly 1 ἀδήλως
πυκτεύω box 1 πυκτεύω
δουλαγωγέω enslave; subjugate 1 δουλαγωγέω
πόμα drink 2 πόμα
καταστρώννυμι spread out; strike down 1 καταστρώννυμι
ἐπιθυμητής one who desires 1 ἐπιθυμητής
παίζω play 1 παίζω
ὀλοθρευτής destroyer 1 ὀλοθρευτής
τυπικῶς as an example 1 τυπικῶς
νουθεσία admonition; instruction 3 νουθεσία
ἔκβασις way out; outcome 2 ἔκβασις
ὑποφέρω endure 3 ὑποφέρω
εἰδωλολατρία idolatry 4 εἰδωλολατρία
μάκελλον meat market 1 μάκελλον
ἱερόθυτος offered to idols 1 ἱερόθυτος
ἀκατακάλυπτος uncovered 2 ἀκατακάλυπτος
κατακαλύπτω cover 3 κατακαλύπτω
αἰσχρός shameful; dishonest 4 αἰσχρός
κομάω wear long hair 2 κομάω
κόμη hair 1 κόμη
περιβόλαιον covering; robe; cloak 2 περιβόλαιον
φιλόνεικος contentious 1 φιλόνεικος
ἥσσων inferior; worse; less 2 ἥσσων
κυριακός Lord’s 2 κυριακός
ὁσάκις as often as 3 ὁσάκις
ἀναξίως in an unworthy manner 1 ἀναξίως
διαίρεσις variety; difference; division 3 διαίρεσις
ἐνέργημα effect; activity 2 ἐνέργημα
φανέρωσις manifestation; disclosure 2 φανέρωσις
ἴαμα healing 3 ἴαμα
ἑρμηνεία interpretation 2 ἑρμηνεία
ὄσφρησις sense of smell 1 ὄσφρησις
ἀσχήμων unmentionable; unpresentable 1 ἀσχήμων
εὐσχημοσύνη presentability 1 εὐσχημοσύνη
συγκεράννυμι compose; unite 2 συγκεράννυμι
ἀντίλημψις help 1 ἀντίλημψις
κυβέρνησις administration 1 κυβέρνησις
ἠχέω sound; ring 1 ἠχέω
κύμβαλον cymbal 1 κύμβαλον
χρηστεύομαι be kind 1 χρηστεύομαι
περπερεύομαι boast 1 περπερεύομαι
ἔσοπτρον mirror 2 ἔσοπτρον
αἴνιγμα riddle; indirect image 1 αἴνιγμα
παραμυθία consolation 1 παραμυθία
ἄψυχος inanimate 1 ἄψυχος
αὐλός flute 1 αὐλός
κιθάρα lyre; harp 4 κιθάρα
κιθαρίζω play on the lyre 2 κιθαρίζω
εὔσημος clear 1 εὔσημος
φρήν understanding 2 φρήν
νηπιάζω be (as) a child 1 νηπιάζω
ἑτερόγλωσσος speaking a foreign language 1 ἑτερόγλωσσος
διερμηνευτής interpreter 1 διερμηνευτής
ὡσπερεί as; as it were 1 ὡσπερεί
ἔκτρωμα untimely birth 1 ἔκτρωμα
ἐλεεινός pitiable; miserable 2 ἐλεεινός
τάγμα group; class; order 1 τάγμα
νή yes indeed; by 1 νή
θηριομαχέω fight with wild beasts 1 θηριομαχέω
ὄφελος advantage; benefit 3 ὄφελος
ἦθος morals; habits 1 ἦθος
ὁμιλία company; association 1 ὁμιλία
ἐκνήφω become sober; sober up 1 ἐκνήφω
ἀγνωσία ignorance; lack of knowledge 2 ἀγνωσία
πτηνός winged 1 πτηνός
χοϊκός made of earth 4 χοϊκός
ἄτομος indivisible 1 ἄτομος
ῥιπή twinkling; blink 1 ῥιπή
ἀθανασία immortality 3 ἀθανασία
ἀμετακίνητος immovable 1 ἀμετακίνητος
λογεία collection 2 λογεία
Γαλατία Galatia 4 Γαλατία
παραμένω continue; stay on 4 παραμένω
πάροδος passing (by) 1 πάροδος
ἐνεργής effective; active 3 ἐνεργής
ἀνδρίζομαι act courageously 1 ἀνδρίζομαι
Φορτουνᾶτος Fortunatus 1 Φορτουνᾶτος
Ἀχαϊκός Achaicus 1 Ἀχαϊκός
μαράνα O Lord 1 μαράνα
θά come 1 θά
ἐξαπορέω be in doubt; be in despair 2 ἐξαπορέω
ἀπόκριμα sentence 1 ἀπόκριμα
τηλικοῦτος so great; so large; so 4 τηλικοῦτος
συνυπουργέω join in helping 1 συνυπουργέω
ἁγιότης holiness 2 ἁγιότης
πεποίθησις confidence 6 πεποίθησις
ἐλαφρία vacillation 1 ἐλαφρία
Σιλουανός Silvanus 4 Σιλουανός
ἀρραβών first installment 3 ἀρραβών
ἐπιβαρέω be a burden to; weigh down 3 ἐπιβαρέω
ἐπιτιμία punishment 1 ἐπιτιμία
τοὐναντίον who; these; on the other hand 3 τοὐναντίον
κυρόω confirm; ratify; validate 2 κυρόω
πλεονεκτέω defraud; exploit 5 πλεονεκτέω
νόημα thought; mind; purpose 6 νόημα
θριαμβεύω triumph over 2 θριαμβεύω
εὐωδία fragrance; aroma 3 εὐωδία
καπηλεύω trade in; peddle; huckster 1 καπηλεύω
συστατικός introducing; commendatory 1 συστατικός
πλάξ tablet 3 πλάξ
ἱκανότης capability; qualification 1 ἱκανότης
ἱκανόω qualify; make sufficient 2 ἱκανόω
ἐντυπόω carve; ingrave 1 ἐντυπόω
κατάκρισις condemnation 2 κατάκρισις
ὑπερβάλλω surpass; go beyond 5 ὑπερβάλλω
κάλυμμα covering; veil 4 κάλυμμα
ἀνακαλύπτω unveil; uncover 2 ἀνακαλύπτω
ἡνίκα when; whenever 2 ἡνίκα
κατοπτρίζω reflect; contemplate 1 κατοπτρίζω
ἀπεῖπον disown; renounce 1 ἀπεῖπον
δολόω falsify, adulterate; falsify; adulterate 1 δολόω
αὐγάζω see 1 αὐγάζω
φωτισμός enlightenment; light 2 φωτισμός
ὀστράκινος earthenware; clay 2 ὀστράκινος
στενοχωρέω confine; restrict 3 στενοχωρέω
καταβάλλω throw down; strike down 2 καταβάλλω
ἀνακαινόω renew 2 ἀνακαινόω
παραυτίκα immediately; momentary 1 παραυτίκα
σκῆνος tent 2 σκῆνος
οἰκητήριον dwelling; habitation 2 οἰκητήριον
ἐπενδύομαι put on 2 ἐπενδύομαι
θαρρέω be confident; be courageous 6 θαρρέω
ἐνδημέω be at home 3 ἐνδημέω
ἐκδημέω leave; be absent 3 ἐκδημέω
πρεσβεύω be an ambassador 2 πρεσβεύω
ἐπακούω hear; listen to 1 ἐπακούω
προσκοπή occasion for taking offense 1 προσκοπή
μωμάομαι find fault with 2 μωμάομαι
ἀγρυπνία sleeplessness 2 ἀγρυπνία
ἁγνότης purity; sincerity 2 ἁγνότης
δυσφημία defamation; slander; calumny 1 δυσφημία
εὐφημία good report; good repute 1 εὐφημία
ἑτεροζυγέω be unevenly yoked 1 ἑτεροζυγέω
μετοχή sharing, participation; sharing; participation 1 μετοχή
συμφώνησις agreement 1 συμφώνησις
Βελιάρ Beliar 1 Βελιάρ
συγκατάθεσις agreement; union 1 συγκατάθεσις
ἐμπεριπατέω walk about 1 ἐμπεριπατέω
εἰσδέχομαι receive; welcome 1 εἰσδέχομαι
παντοκράτωρ almighty; omnipotent 10 παντοκράτωρ
μολυσμός defilement 1 μολυσμός
μάχη quarrel; dispute; fight 4 μάχη
ἐπιπόθησις longing 2 ἐπιπόθησις
ἀγανάκτησις indignation 1 ἀγανάκτησις
ἁγνός pure; innocent 8 ἁγνός
πτωχεία poverty 3 πτωχεία
αὐθαίρετος by one’s own choice 2 αὐθαίρετος
προενάρχομαι begin before 2 προενάρχομαι
γνήσιος true; genuineness; sincerity 4 γνήσιος
πτωχεύω be poor; become poor 1 πτωχεύω
πέρυσι last year; year ago 2 πέρυσι
πρόκειμαι be set before; lie before 5 πρόκειμαι
ἰσότης equality; fairness 3 ἰσότης
ἐλαττονέω have too little; have less 1 ἐλαττονέω
σπουδαῖος eager; earnest; diligent 3 σπουδαῖος
συμπέμπω send with 2 συμπέμπω
στέλλω avoid; try to avoid 2 στέλλω
ἁδρότης abundance 1 ἁδρότης
ἐρεθίζω stir up; provoke 2 ἐρεθίζω
ἀπαρασκεύαστος unprepared 1 ἀπαρασκεύαστος
ὑπόστασις project; undertaking 5 ὑπόστασις
προκαταρτίζω make arrangements for in advance 1 προκαταρτίζω
φειδομένως sparingly 2 φειδομένως
προαιρέω choose for oneself 1 προαιρέω
ἱλαρός cheerful 1 ἱλαρός
δότης giver 1 δότης
αὐτάρκεια sufficiency; enough 2 αὐτάρκεια
πένης poor 1 πένης
ἐπιχορηγέω supply; provide; give 5 ἐπιχορηγέω
χορηγέω provide; supply 2 χορηγέω
προσαναπληρόω supply 2 προσαναπληρόω
ὑποταγή submission; subordination 4 ὑποταγή
ὁμολογία confession 6 ὁμολογία
ἀνεκδιήγητος indescribable 1 ἀνεκδιήγητος
στρατεία campaign; warfare 2 στρατεία
καθαίρεσις tearing down; destruction 3 καθαίρεσις
ὀχύρωμα stronghold; fortress 1 ὀχύρωμα
ἐκφοβέω frighten; terrify 1 ἐκφοβέω
ἐγκρίνω make a judgment about 1 ἐγκρίνω
ἄμετρος immeasurable 2 ἄμετρος
κανών assignment; formulation 4 κανών
ἐφικνέομαι come to; reach 2 ἐφικνέομαι
ὑπερεκτείνω stretch beyond; overextend 1 ὑπερεκτείνω
ὑπερέκεινα beyond 1 ὑπερέκεινα
ἁρμόζω betroth; promise in marriage 1 ἁρμόζω
Εὕα Eve 2 Εὕα
ὑπερλίαν exceedingly; preeminently 2 ὑπερλίαν
συλάω rob; sack 1 συλάω
καταναρκάω burden; be a burden 3 καταναρκάω
ἀβαρής not burdensome 1 ἀβαρής
ψευδαπόστολος false apostle 1 ψευδαπόστολος
δόλιος deceitful; dishonest 1 δόλιος
θαῦμα marvel; be astonished; wonder 2 θαῦμα
καταδουλόω enslave; reduce to slavery 2 καταδουλόω
παραφρονέω be beside oneself 1 παραφρονέω
ὑπερβαλλόντως exceedingly 1 ὑπερβαλλόντως
πεντάκις five times 1 πεντάκις
ναυαγέω suffer shipwreck 2 ναυαγέω
νυχθήμερον day and a night 1 νυχθήμερον
βυθός deep water 1 βυθός
ψευδάδελφος false brother 2 ψευδάδελφος
μόχθος hardship; toil; labor 3 μόχθος
δίψος thirst 1 δίψος
ἐθνάρχης ethnarch; governor 1 ἐθνάρχης
Ἁρέτας Aretas 1 Ἁρέτας
φρουρέω guard; detain; confine 4 φρουρέω
Δαμασκηνός from Damascus; Damascene 1 Δαμασκηνός
σαργάνη basket; rope-basket 1 σαργάνη
ἄρρητος inexpressible 1 ἄρρητος
ὑπεραίρω exalt oneself 3 ὑπεραίρω
σκόλοψ thorn 1 σκόλοψ
ἐπισκηνόω reside; dwell 1 ἐπισκηνόω
ἑσσόομαι be inferior to 1 ἑσσόομαι
ἐκδαπανάω expend; exhaust 1 ἐκδαπανάω
καταβαρέω burden; be a burden to 1 καταβαρέω
πανοῦργος clever; crafty; sly 1 πανοῦργος
συναποστέλλω send with 1 συναποστέλλω
καταλαλιά evil speech; slander 2 καταλαλιά
ψιθυρισμός gossip; tale-bearing 1 ψιθυρισμός
φυσίωσις pride; conceit 1 φυσίωσις
προαμαρτάνω sin beforehand 2 προαμαρτάνω
προλέγω tell beforehand 3 προλέγω
κατάρτισις maturation 1 κατάρτισις
ἀποτόμως severely 2 ἀποτόμως
Ἰουδαϊσμός Judaism 2 Ἰουδαϊσμός
συνηλικιώτης comtemporary 1 συνηλικιώτης
πατρικός handed down by one’s father 1 πατρικός
προσανατίθημι consult with; add; contribute 2 προσανατίθημι
Ἀραβία Arabia 2 Ἀραβία
ἱστορέω visit; become acquainted with 1 ἱστορέω
παρείσακτος secretly brought in 1 παρείσακτος
κατασκοπέω spy out 1 κατασκοπέω
εἴκω bring forth 1 εἴκω
στῦλος pillar 4 στῦλος
καταγινώσκω condemn; convict 3 καταγινώσκω
συνυποκρίνομαι join in hypocrisy 1 συνυποκρίνομαι
ὀρθοποδέω act rightly 1 ὀρθοποδέω
ἐθνικῶς like a Gentile 1 ἐθνικῶς
Ἰουδαϊκῶς like a Jew 1 Ἰουδαϊκῶς
ἰουδαΐζω live like Jews 1 ἰουδαΐζω
Γαλάτης Galatian; belonging to Galatia 1 Γαλάτης
βασκαίνω bewitch 1 βασκαίνω
ἐνάρχομαι begin 2 ἐνάρχομαι
προευαγγελίζομαι proclaim good news in advance 1 προευαγγελίζομαι
κατάρα curse 6 κατάρα
ἐπικατάρατος cursed 2 ἐπικατάρατος
ἐξαγοράζω redeem; deliver 4 ἐξαγοράζω
ἐπιδιατάσσομαι add a codicil 1 ἐπιδιατάσσομαι
προκυρόω ratifiy in advance 1 προκυρόω
μεσίτης mediator 6 μεσίτης
προθεσμία appointed day 1 προθεσμία
στοιχεῖον elemental spirits; elements 7 στοιχεῖον
ἐκπτύω disdain 1 ἐκπτύω
ἀληθεύω be truthful; tell the truth 2 ἀληθεύω
ὠδίνω have birth pains 3 ὠδίνω
μορφόω form 1 μορφόω
ἀλληγορέω speak allegorically 1 ἀλληγορέω
Ἁγάρ Hagar 2 Ἁγάρ
συστοιχέω correspond 1 συστοιχέω
πεισμονή persuasion 1 πεισμονή
δάκνω bite 1 δάκνω
φαρμακεία sorcery; magic 2 φαρμακεία
κενόδοξος conceited; boastful 1 κενόδοξος
προκαλέω provoke; challenge 1 προκαλέω
φθονέω envy 1 φθονέω
φρεναπατάω deceive 1 φρεναπατάω
μυκτηρίζω mock; treat with contempt 1 μυκτηρίζω
οἰκεῖος member of the household 3 οἰκεῖος
πηλίκος how great; how large 2 πηλίκος
εὐπροσωπέω make a good showing 1 εὐπροσωπέω
στίγμα mark; brand 1 στίγμα
ἄμωμος blameless; above reproach 8 ἄμωμος
κατενώπιον before; former; earlier; previously 3 κατενώπιον
κληρόω appoint by lot; obtain by lot 1 κληρόω
προελπίζω hope before 1 προελπίζω
περιποίησις possession; gaining 5 περιποίησις
μέγεθος greatness 1 μέγεθος
ἐνέργεια working 8 ἐνέργεια
ὑπεράνω above 3 ὑπεράνω
κυριότης lordship; authority; dominion 4 κυριότης
συζωοποιέω make alive together with 2 συζωοποιέω
συνεγείρω raise together 3 συνεγείρω
ἀπαλλοτριόω alienate; estrange 3 ἀπαλλοτριόω
ἄθεος without God 1 ἄθεος
μεσότοιχον dividing wall 1 μεσότοιχον
ἀποκαταλλάσσω reconcile 3 ἀποκαταλλάσσω
συμπολίτης fellow citizen 1 συμπολίτης
ἀκρογωνιαῖος cornerstone; capstone 2 ἀκρογωνιαῖος
συναρμολογέω join together 2 συναρμολογέω
αὔξω grow 2 αὔξω
συνοικοδομέω build up together 1 συνοικοδομέω
κατοικητήριον dwelling place 2 κατοικητήριον
σύσσωμος fellow members of the body 1 σύσσωμος
συμμέτοχος fellow sharer 2 συμμέτοχος
πολυποίκιλος many-sided 1 πολυποίκιλος
ῥιζόω be firmly rooted 2 ῥιζόω
ἐξισχύω be strong enough 1 ἐξισχύω
πλάτος breadth; width; broad plain 4 πλάτος
μῆκος length 3 μῆκος
ὑπερεκπερισσοῦ beyond all measure 3 ὑπερεκπερισσοῦ
ἑνότης unity 2 ἑνότης
αἰχμαλωτεύω lead captive 1 αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωσία captivity 3 αἰχμαλωσία
κατώτερος lower 1 κατώτερος
καταρτισμός equipping 1 καταρτισμός
κλυδωνίζομαι be tossed by waves 1 κλυδωνίζομαι
κυβεία craftiness; trickery 1 κυβεία
μεθοδεία scheming; craftiness; wiles 2 μεθοδεία
ἁφή ligament 2 ἁφή
ἐπιχορηγία support 2 ἐπιχορηγία
αὔξησις growth 2 αὔξησις
σκοτόω be darkened; darken 3 σκοτόω
ἀπαλγέω become callous 1 ἀπαλγέω
ἀνανεόω renew 1 ἀνανεόω
ἐπιδύω set (of the sun) 1 ἐπιδύω
παροργισμός anger 1 παροργισμός
εὔσπλαγχνος compassionate 2 εὔσπλαγχνος
αἰσχρότης obscenity 1 αἰσχρότης
μωρολογία foolish talk 1 μωρολογία
εὐτραπελία coarse jesting 1 εὐτραπελία
ἀνήκω it is proper; it is fitting 3 ἀνήκω
ἀπατάω deceive 3 ἀπατάω
συγκοινωνέω be connected; participate 3 συγκοινωνέω
κρυφῇ in secret 1 κρυφῇ
ἐπιφαύσκω shine 1 ἐπιφαύσκω
ἄσοφος unwise 1 ἄσοφος
ἀσωτία dissipation; debauchery 3 ἀσωτία
ὕμνος hymn 2 ὕμνος
ᾠδή song 7 ᾠδή
ᾄδω sing 5 ᾄδω
λουτρόν washing; bath 2 λουτρόν
σπίλος spot; stain; blemish 2 σπίλος
ῥυτίς wrinkle 1 ῥυτίς
ἐκτρέφω nourish; rear; bring up 2 ἐκτρέφω
θάλπω Cherish 2 θάλπω
μακροχρόνιος long-lived 1 μακροχρόνιος
παιδεία discipline; training 6 παιδεία
ὀφθαλμοδουλία eye service 2 ὀφθαλμοδουλία
ἀνθρωπάρεσκος people pleaser 2 ἀνθρωπάρεσκος
εὔνοια goodwill 1 εὔνοια
πάλη struggle 1 πάλη
κοσμοκράτωρ world ruler 1 κοσμοκράτωρ
θώραξ breastplate 5 θώραξ
ἑτοιμασία preparation 1 ἑτοιμασία
θυρεός shield 1 θυρεός
βέλος poison; venom; corrosion 1 βέλος
περικεφαλαία helmet 2 περικεφαλαία
προσκαρτέρησις perseverence 1 προσκαρτέρησις
ἄνοιξις opening 1 ἄνοιξις
βεβαίωσις confirmation 2 βεβαίωσις
αἴσθησις discernment 1 αἴσθησις
εἰλικρινής sincere 2 εἰλικρινής
προκοπή progress 3 προκοπή
ἁγνῶς sincerely; truly 1 ἁγνῶς
κέρδος gain 3 κέρδος
αἱρέομαι choose; prefer 3 αἱρέομαι
συναθλέω struggle along with 2 συναθλέω
πτύρω let oneself be intimidated 1 πτύρω
ἀγών struggle; fight 6 ἀγών
παραμύθιον consolation 1 παραμύθιον
σύμψυχος united in spirit 1 σύμψυχος
κενοδοξία empty conceit 1 κενοδοξία
ἁρπαγμός something to be grasped 1 ἁρπαγμός
ὑπερυψόω exalt 1 ὑπερυψόω
καταχθόνιος under the earth 1 καταχθόνιος
ἀπουσία absence 1 ἀπουσία
φωστήρ star; splendor; radiance 2 φωστήρ
σπένδω pour out as a drink offering 2 σπένδω
εὐψυχέω have courage; be encouraged 1 εὐψυχέω
ἰσόψυχος like-minded 1 ἰσόψυχος
γνησίως sincerely; truly 1 γνησίως
ἀφοράω determine; see 2 ἀφοράω
Ἐπαφρόδιτος Epaphroditus 2 Ἐπαφρόδιτος
συστρατιώτης fellow soldier 2 συστρατιώτης
παραπλήσιος coming near 1 παραπλήσιος
ἄλυπος free from anxiety 1 ἄλυπος
παραβολεύομαι expose oneself to danger 1 παραβολεύομαι
κατατομή mutilation 1 κατατομή
καίπερ although 5 καίπερ
ὀκταήμερος on the eighth day 1 ὀκταήμερος
σκύβαλον dung; refuse; garbage 1 σκύβαλον
συμμορφίζω be conformed to 1 συμμορφίζω
ἐξανάστασις resurrection 1 ἐξανάστασις
ἐπεκτείνομαι strain toward 1 ἐπεκτείνομαι
σκοπός goal; mark 1 σκοπός
ἑτέρως differently 1 ἑτέρως
συμμιμητής fellow imitator 1 συμμιμητής
πολίτευμα commonwealth 1 πολίτευμα
ἐπιπόθητος greatly desired 1 ἐπιπόθητος
Εὐοδία Euodia 1 Εὐοδία
Συντύχη Syntyche 1 Συντύχη
σύζυγος yokefellow 1 σύζυγος
Κλήμης Clement 1 Κλήμης
ἐπιεικής gentle; kind; tolerant 5 ἐπιεικής
σεμνός worthy of respect; dignified 4 σεμνός
προσφιλής pleasing; agreeable 1 προσφιλής
εὔφημος commendable 1 εὔφημος
ἀρετή excellence of character 5 ἀρετή
μεγάλως greatly 1 μεγάλως
ἀναθάλλω revive 1 ἀναθάλλω
ἀκαιρέομαι have no opportunity 1 ἀκαιρέομαι
αὐτάρκης content 1 αὐτάρκης
μυέω initiate; learn the secret 1 μυέω
Φιλιππήσιος Philippian 1 Φιλιππήσιος
δόσις giving; gift 2 δόσις
λῆμψις receiving 1 λῆμψις
Κολοσσαί Colossae 1 Κολοσσαί
προακούω hear beforehand 1 προακούω
Ἐπαφρᾶς Epaphras 3 Ἐπαφρᾶς
ἀρεσκεία pleasing; desirable 1 ἀρεσκεία
δυναμόω enable; make strong 2 δυναμόω
ὁρατός visible 1 ὁρατός
πρωτεύω be first 1 πρωτεύω
εἰρηνοποιέω make peace 1 εἰρηνοποιέω
μετακινέω shift away; remove 1 μετακινέω
ἀνταναπληρόω fill up; supplement 1 ἀνταναπληρόω
ἡλίκος how great; how small 3 ἡλίκος
Λαοδίκεια Laodicea 6 Λαοδίκεια
πληροφορία full assurance; certainty 4 πληροφορία
παραλογίζομαι deceive; delude 2 παραλογίζομαι
πιθανολογία persuasive speech 1 πιθανολογία
στερέωμα steadfastness 1 στερέωμα
συλαγωγέω take captive 1 συλαγωγέω
φιλοσοφία philosophy 1 φιλοσοφία
θεότης deity 1 θεότης
σωματικῶς bodily 1 σωματικῶς
ἀπέκδυσις removal; stripping off 1 ἀπέκδυσις
χειρόγραφον certificate of indebtedness 1 χειρόγραφον
ὑπεναντίος hostile; opposed 2 ὑπεναντίος
προσηλόω nail to 1 προσηλόω
ἀπεκδύομαι disarm; take off; strip off 2 ἀπεκδύομαι
νεομηνία new moon 1 νεομηνία
καταβραβεύω condemn 1 καταβραβεύω
ἐμβατεύω go into detail 1 ἐμβατεύω
δογματίζω obligate; submit 1 δογματίζω
θιγγάνω touch 3 θιγγάνω
ἀπόχρησις consuming 1 ἀπόχρησις
ἐθελοθρησκία self-made religion 1 ἐθελοθρησκία
ἀφειδία unsparing treatment 1 ἀφειδία
πλησμονή indulgence 1 πλησμονή
αἰσχρολογία abusive language 1 αἰσχρολογία
Σκύθης Scythian 1 Σκύθης
μομφή complaint 1 μομφή
τελειότης perfection; maturity 2 τελειότης
βραβεύω rule; control 1 βραβεύω
εὐχάριστος thankful 1 εὐχάριστος
πλουσίως richly; abundantly 4 πλουσίως
πικραίνω make bitter 4 πικραίνω
ἀθυμέω be discouraged; lose heart 1 ἀθυμέω
ἀνταπόδοσις reward 1 ἀνταπόδοσις
Ὀνήσιμος Onesimus 2 Ὀνήσιμος
ἀνεψιός cousin 1 ἀνεψιός
παρηγορία comfort 1 παρηγορία
πόνος pain; affliction 4 πόνος
Ἱεράπολις Hierapolis 1 Ἱεράπολις
Λουκᾶς Luke 3 Λουκᾶς
Δημᾶς Demas 3 Δημᾶς
Νύμφαν Nympha 1 Νύμφαν
Λαοδικεύς Laodicean 1 Λαοδικεύς
Ἄρχιππος Archippus 2 Ἄρχιππος
ἐξηχέω sound forth 1 ἐξηχέω
ἀναμένω await 1 ἀναμένω
προπάσχω suffer previously 1 προπάσχω
κολακεία flattery 1 κολακεία
τροφός nurse; nursing mother 1 τροφός
ὁμείρομαι long for 1 ὁμείρομαι
ὁσίως devoutly 1 ὁσίως
ἀμέμπτως blamelessly 2 ἀμέμπτως
συμφυλέτης compatriot 1 συμφυλέτης
ἐκδιώκω persecute; drive out 1 ἐκδιώκω
ἀπορφανίζω make an orphan of 1 ἀπορφανίζω
σαίνω shake; disturb 1 σαίνω
ὑπερβαίνω transgress; sin 1 ὑπερβαίνω
τοιγαροῦν therefore 2 τοιγαροῦν
θεοδίδακτος taught by God 1 θεοδίδακτος
περιλείπομαι remain 2 περιλείπομαι
κέλευσμα command; shout of command 1 κέλευσμα
ἀρχάγγελος archangel 2 ἀρχάγγελος
νήφω be sober; be self-controlled 6 νήφω
ἄτακτος disorderly; irresponsibly 1 ἄτακτος
ὀλιγόψυχος discouraged 1 ὀλιγόψυχος
ὁλοτελής complete; perfect 1 ὁλοτελής
ὁλόκληρος complete; entire 2 ὁλόκληρος
ἐνορκίζω adjure 1 ἐνορκίζω
ὑπεραυξάνω flourish; grow wonderfully 1 ὑπεραυξάνω
ἐγκαυχάομαι boast 1 ἐγκαυχάομαι
ἔνδειγμα proof; convincing proof 1 ἔνδειγμα
τίνω pay; pay a penalty 1 τίνω
ἐνδοξάζομαι be glorified 2 ἐνδοξάζομαι
ἐπισυναγωγή meeting; assembling 2 ἐπισυναγωγή
ἐπιφάνεια appearance; appearing 6 ἐπιφάνεια
ἀτάκτως disorderly; irresponsibly 2 ἀτάκτως
μιμέομαι imitate 4 μιμέομαι
ἀτακτέω behave irresponsibly 1 ἀτακτέω
περιεργάζομαι be a busybody; be a meddler 1 περιεργάζομαι
καλοποιέω do what is right 1 καλοποιέω
σημειόω take note; mark 1 σημειόω
ἑτεροδιδασκαλέω teach other doctrine 2 ἑτεροδιδασκαλέω
μῦθος myth 5 μῦθος
γενεαλογία genealogy 2 γενεαλογία
ἀπέραντος endless; limitless 1 ἀπέραντος
ἐκζήτησις useless speculation 1 ἐκζήτησις
ἀστοχέω deviate; depart 3 ἀστοχέω
ἐκτρέπω turn away; turn 5 ἐκτρέπω
ματαιολογία empty; fruitless talk 1 ματαιολογία
διαβεβαιόομαι speak confidently; insist 2 διαβεβαιόομαι
νομίμως lawfully; rightly 2 νομίμως
ἀνυπότακτος rebellious; independent 4 ἀνυπότακτος
ἀνόσιος unholy 2 ἀνόσιος
βέβηλος pointless; worthless 5 βέβηλος
πατρολῴας one who kills his father 1 πατρολῴας
μητρολῴας one who kills his mother 1 μητρολῴας
ἀνδροφόνος murderer 1 ἀνδροφόνος
ἀνδραποδιστής slave dealer; kidnapper 1 ἀνδραποδιστής
ἐπίορκος perjurer 1 ἐπίορκος
διώκτης persecutor 1 διώκτης
ὑπερπλεονάζω abound 1 ὑπερπλεονάζω
ἀποδοχή acceptance 2 ἀποδοχή
ὑποτύπωσις prototype; example; pattern 2 ὑποτύπωσις
Ὑμέναιος Hymenaeus 2 Ὑμέναιος
ἔντευξις petition; request; prayer 2 ἔντευξις
ἤρεμος quiet; tranquil 1 ἤρεμος
ἡσύχιος quiet; well-ordered 2 ἡσύχιος
διάγω spend one’s life; live 2 διάγω
σεμνότης dignity 3 σεμνότης
ἀπόδεκτος acceptable; pleasing 2 ἀπόδεκτος
ἀντίλυτρον ransom 1 ἀντίλυτρον
κῆρυξ herald; proclaimer 3 κῆρυξ
καταστολή attire; clothing 1 καταστολή
κόσμιος appropriate; modest 2 κόσμιος
αἰδώς modest 1 αἰδώς
πλέγμα braided hair 1 πλέγμα
θεοσέβεια piety; godliness 1 θεοσέβεια
αὐθεντέω give orders to 1 αὐθεντέω
τεκνογονία bearing of children 1 τεκνογονία
ὀρέγω aspire to; desire 3 ὀρέγω
ἀνεπίλημπτος irreproachable 3 ἀνεπίλημπτος
νηφάλιος temperate; sober 3 νηφάλιος
σώφρων prudent; self-controlled 4 σώφρων
φιλόξενος hospitable 3 φιλόξενος
διδακτικός skillful in teaching 2 διδακτικός
πάροινος addicted to wine 2 πάροινος
πλήκτης bully; violent 2 πλήκτης
ἄμαχος peaceable 2 ἄμαχος
ἀφιλάργυρος not loving money 2 ἀφιλάργυρος
νεόφυτος newly converted 1 νεόφυτος
τυφόω be puffed up; be conceited 3 τυφόω
δίλογος insincere 1 δίλογος
αἰσχροκερδής fond of dishonest gain 2 αἰσχροκερδής
βαθμός step; rank; standing 1 βαθμός
βραδύνω hesitate; delay 2 βραδύνω
ἑδραίωμα basis; mainstay 1 ἑδραίωμα
ὁμολογουμένως undeniably; most certainly 1 ὁμολογουμένως
ῥητῶς expressly; explicitly 1 ῥητῶς
ψευδολόγος speaking falsely; lying 1 ψευδολόγος
καυστηριάζω brand; sear 1 καυστηριάζω
μετάλημψις sharing (in) 1 μετάλημψις
κτίσμα creature 4 κτίσμα
ἀπόβλητος rejected 1 ἀπόβλητος
ἐντρέφω train in 1 ἐντρέφω
γραώδης characteristic of an elderly woman 1 γραώδης
γυμνάζω train 4 γυμνάζω
γυμνασία training 1 γυμνασία
ὠφέλιμος useful; beneficial 4 ὠφέλιμος
ἁγνεία cleanness; purity 2 ἁγνεία
ἐπιπλήσσω rebuke; reprove 1 ἐπιπλήσσω
ἔκγονος descendant; grandchild 1 ἔκγονος
ἀμοιβή return; recompense 1 ἀμοιβή
πρόγονος parents; forebears; ancestors 2 πρόγονος
μονόω leave alone; forsake 1 μονόω
σπαταλάω live luxuriously 2 σπαταλάω
καταλέγω enroll; put on a list 1 καταλέγω
τεκνοτροφέω bring up children 1 τεκνοτροφέω
ξενοδοχέω show hospitality 1 ξενοδοχέω
ἐπαρκέω help; aid 3 ἐπαρκέω
καταστρηνιάω be governed by strong physical desire 1 καταστρηνιάω
φλύαρος gossipy 1 φλύαρος
τεκνογονέω bear children 1 τεκνογονέω
οἰκοδεσποτέω manage a household 1 οἰκοδεσποτέω
λοιδορία reproach; reviling; abuse 3 λοιδορία
πρόκριμα prejudice 1 πρόκριμα
πρόσκλισις inclination; partiality 1 πρόσκλισις
ὑδροποτέω drink (only) water 1 ὑδροποτέω
στόμαχος stomach 1 στόμαχος
πρόδηλος clear; evident; known to all 3 πρόδηλος
ἄλλως not; otherwise 1 ἄλλως
νοσέω be sick; be ailing 1 νοσέω
λογομαχία dispute about words 1 λογομαχία
ὑπόνοια suspicion 1 ὑπόνοια
διαπαρατριβή constant friction 1 διαπαρατριβή
πορισμός means of gain 2 πορισμός
διατροφή food; nourishment 1 διατροφή
σκέπασμα covering 1 σκέπασμα
βλαβερός harmful 1 βλαβερός
φιλαργυρία love of money; avarice 1 φιλαργυρία
περιπείρω pierce 1 περιπείρω
πραϋπαθία gentleness 1 πραϋπαθία
ἄσπιλος spotless; without fault 4 ἄσπιλος
ἀπρόσιτος unapproachable 1 ἀπρόσιτος
ὑψηλοφρονέω be proud; be haughty 1 ὑψηλοφρονέω
ἀδηλότης uncertainty 1 ἀδηλότης
ἀπόλαυσις enjoyment 2 ἀπόλαυσις
εὐμετάδοτος generous 1 εὐμετάδοτος
κοινωνικός generous; sharing freely 1 κοινωνικός
ἀποθησαυρίζω store up; lay up 1 ἀποθησαυρίζω
παραθήκη deposit; trust 3 παραθήκη
κενοφωνία chatter; empty talk 2 κενοφωνία
ἀντίθεσις contradiction 1 ἀντίθεσις
ψευδώνυμος falsely bearing a name 1 ψευδώνυμος
ὑπόμνησις reminding; reminder 3 ὑπόμνησις
μάμμη grandmother 1 μάμμη
Λωΐς Lois 1 Λωΐς
Εὐνίκη Eunice 1 Εὐνίκη
ἀναζωπυρέω rekindle 1 ἀναζωπυρέω
δειλία cowardice 1 δειλία
σωφρονισμός self-discipline 1 σωφρονισμός
συγκακοπαθέω suffer together with someone 2 συγκακοπαθέω
Φύγελος Phygelus 1 Φύγελος
Ἑρμογένης Hermogenes 1 Ἑρμογένης
Ὀνησίφορος Onesiphorus 2 Ὀνησίφορος
ἀναψύχω refresh 1 ἀναψύχω
βελτίων better 1 βελτίων
ἐμπλέκω be involved in 2 ἐμπλέκω
πραγματεία activity, occupation; activity; occupation 1 πραγματεία
στρατολογέω enlist soldiers 1 στρατολογέω
ἀθλέω compete 2 ἀθλέω
στεφανόω crown 3 στεφανόω
κακοπαθέω suffer misfortune 3 κακοπαθέω
λογομαχέω dispute about words 1 λογομαχέω
χρήσιμος useful; beneficial 1 χρήσιμος
καταστροφή ruin; destruction 2 καταστροφή
ἀνεπαίσχυντος having no need to be ashamed 1 ἀνεπαίσχυντος
ὀρθοτομέω guide along a straight path 1 ὀρθοτομέω
γάγγραινα gangrene; cancer 1 γάγγραινα
Φίλητος Philetus 1 Φίλητος
ἀνατρέπω ruin; upset; overturn 2 ἀνατρέπω
στερεός solid; firm 4 στερεός
ξύλινος wooden 2 ξύλινος
εὔχρηστος useful 3 εὔχρηστος
νεωτερικός youthful 1 νεωτερικός
ἀπαίδευτος uninstructed; uninformed 1 ἀπαίδευτος
ἤπιος gentle; kind 1 ἤπιος
ἀνεξίκακος patient; tolerant 1 ἀνεξίκακος
ἀντιδιατίθημι oppose oneself; be opposed 1 ἀντιδιατίθημι
ἀνανήφω come to one’s senses again 1 ἀνανήφω
φίλαυτος loving oneself; selfish 1 φίλαυτος
ἄσπονδος irreconcilable 1 ἄσπονδος
ἀκρατής without self-control 1 ἀκρατής
ἀνήμερος savage; brutal 1 ἀνήμερος
ἀφιλάγαθος without interest in the (public) good 1 ἀφιλάγαθος
φιλήδονος loving pleasure 1 φιλήδονος
φιλόθεος loving God 1 φιλόθεος
ἀποτρέπω turn away; avoid 1 ἀποτρέπω
ἐνδύνω slip in 1 ἐνδύνω
γυναικάριον idle/foolish/weak woman 1 γυναικάριον
μηδέποτε never 1 μηδέποτε
Ἰάννης Jannes 1 Ἰάννης
Ἰαμβρῆς Jambres 1 Ἰαμβρῆς
καταφθείρω ruin; corrupt 1 καταφθείρω
ἔκδηλος quite evident; plain 1 ἔκδηλος
ἀγωγή way of life; conduct 1 ἀγωγή
εὐσεβῶς godly; in a godly manner 2 εὐσεβῶς
γόης imposter 1 γόης
πιστόω feel confidence; be convinced 1 πιστόω
σοφίζω make wise 2 σοφίζω
θεόπνευστος inspired by God 1 θεόπνευστος
ἐλεγμός reproof 1 ἐλεγμός
ἐπανόρθωσις correction; improvement 1 ἐπανόρθωσις
ἄρτιος complete; capable; proficient 1 ἄρτιος
ἀκαίρως out of season 1 ἀκαίρως
ἐπισωρεύω heap up; accumulate 1 ἐπισωρεύω
κνήθω itch; feel an itching 1 κνήθω
ἀνάλυσις departure 1 ἀνάλυσις
Κρήσκης Crescens 1 Κρήσκης
Δαλματία Dalmatia 1 Δαλματία
φαιλόνης cloak 1 φαιλόνης
ἀπολείπω remain; leave behind; desert 7 ἀπολείπω
Κάρπος Carpus 1 Κάρπος
μεμβράνα parchment 1 μεμβράνα
χαλκεύς metalworker 1 χαλκεύς
λέων lion 9 λέων
Εὔβουλος Eubulus 1 Εὔβουλος
Πούδης Pudens 1 Πούδης
Λίνος Linus 1 Λίνος
Κλαυδία Claudia 1 Κλαυδία
ἀψευδής free from all deceit 1 ἀψευδής
ἐπιδιορθόω set right 1 ἐπιδιορθόω
αὐθάδης self-willed; stubborn 2 αὐθάδης
ὀργίλος quick-tempered 1 ὀργίλος
φιλάγαθος loving what is good 1 φιλάγαθος
ἐγκρατής self-controlled 1 ἐγκρατής
ματαιολόγος talking idly 1 ματαιολόγος
φρεναπάτης deceiver; misleader 1 φρεναπάτης
ἐπιστομίζω silence 1 ἐπιστομίζω
Ἰουδαϊκός Jewish 1 Ἰουδαϊκός
βδελυκτός detestable 1 βδελυκτός
πρεσβῦτις older women 1 πρεσβῦτις
κατάστημα behavior 1 κατάστημα
ἱεροπρεπής reverent 1 ἱεροπρεπής
καλοδιδάσκαλος teaching what is good 1 καλοδιδάσκαλος
σωφρονίζω encourage; advise 1 σωφρονίζω
φίλανδρος loving one’s husband 1 φίλανδρος
φιλότεκνος loving one’s children 1 φιλότεκνος
οἰκουργός busy at home 1 οἰκουργός
ἀφθορία soundness 1 ἀφθορία
ἀκατάγνωστος beyond reproach 1 ἀκατάγνωστος
κοσμικός worldly; earthly 2 κοσμικός
σωφρόνως self-controlled; soberly 1 σωφρόνως
περιούσιος of one’s own possession 1 περιούσιος
περιφρονέω disregard; look down on 1 περιφρονέω
στυγητός despicable 1 στυγητός
φροντίζω be intent on; be careful to 1 φροντίζω
ἀνωφελής useless; worthless 2 ἀνωφελής
αἱρετικός factious; divisive 1 αἱρετικός
ἐκστρέφω pervert 1 ἐκστρέφω
αὐτοκατάκριτος self-condemned 1 αὐτοκατάκριτος
Ἀρτεμᾶς Artemas 1 Ἀρτεμᾶς
Νικόπολις Nicopolis 1 Νικόπολις
Ζηνᾶς Zenas 1 Ζηνᾶς
Φιλήμων Philemon 1 Φιλήμων
Ἀπφία Apphia 1 Ἀπφία
ἄχρηστος useless; worthless 1 ἄχρηστος
ἑκούσιος of free will; voluntary 1 ἑκούσιος
ἀποτίνω pay off; repay 1 ἀποτίνω
προσοφείλω owe besides 1 προσοφείλω
ὀνίνημι have benefit of 1 ὀνίνημι
πολυμερῶς in many parts 1 πολυμερῶς
πολυτρόπως in many ways 1 πολυτρόπως
ἀπαύγασμα radiance 1 ἀπαύγασμα
χαρακτήρ representation 1 χαρακτήρ
μεγαλωσύνη greatness; majesty 3 μεγαλωσύνη
εὐθύτης righteousness; uprightness 1 εὐθύτης
ἑλίσσω roll up; coil 2 ἑλίσσω
λειτουργικός engaged in special service 1 λειτουργικός
παραρρέω be washed away; drift away 1 παραρρέω
μισθαποδοσία recompense; reward 3 μισθαποδοσία
συνεπιμαρτυρέω testify at the same time 1 συνεπιμαρτυρέω
μερισμός distribution; division 2 μερισμός
θέλησις will 1 θέλησις
παραπλησίως in like manner 1 παραπλησίως
δήπου of course; surely 1 δήπου
θεράπων attendant; servant 1 θεράπων
παραπικρασμός rebellion; revolt 2 παραπικρασμός
δοκιμασία testing; examination; trial 1 δοκιμασία
προσοχθίζω be angry with 2 προσοχθίζω
ἐάνπερ if indeed; if only 2 ἐάνπερ
παραπικραίνω be disobedient 1 παραπικραίνω
κῶλον dead body; corpse 1 κῶλον
σαββατισμός sabbath rest 1 σαββατισμός
τομός sharp 1 τομός
δίστομος double-edged 3 δίστομος
διϊκνέομαι pierce; penetrate 1 διϊκνέομαι
ἁρμός joint 1 ἁρμός
μυελός marrow 1 μυελός
κριτικός able to discern 1 κριτικός
ἔννοια insight; thought; knowledge 2 ἔννοια
ἀφανής invisible; hidden 1 ἀφανής
τραχηλίζω lay bare 1 τραχηλίζω
συμπαθέω sympathize with 2 συμπαθέω
ὁμοιότης likeness; similarity 2 ὁμοιότης
μετριοπαθέω deal gently 1 μετριοπαθέω
καθώσπερ even as; just as 1 καθώσπερ
Μελχισέδεκ Melchizedek 8 Μελχισέδεκ
ἱκετηρία supplication; prayer (to God) 1 ἱκετηρία
εὐλάβεια awe; fear of God; reverence 2 εὐλάβεια
προσαγορεύω call; name; designate 1 προσαγορεύω
δυσερμήνευτος hard to explain 1 δυσερμήνευτος
νωθρός lazy; sluggish 2 νωθρός
ἄπειρος inexperienced; unacquainted with 1 ἄπειρος
ἕξις maturity; practice 1 ἕξις
αἰσθητήριον faculty 1 αἰσθητήριον
παραπίπτω fall away; commit apostasy 1 παραπίπτω
ἀνακαινίζω renew 1 ἀνακαινίζω
ἀνασταυρόω crucify (again) 1 ἀνασταυρόω
παραδειγματίζω disgrace publicly 1 παραδειγματίζω
βοτάνη plant; vegetation 1 βοτάνη
γεωργέω cultivate; till 1 γεωργέω
καῦσις burning; burning ordeal 1 καῦσις
μήν on the one hand; be sure 1 μήν
ἀντιλογία dispute; hostility; rebellion 4 ἀντιλογία
ἀμετάθετος immutable; unchangeable 2 ἀμετάθετος
μεσιτεύω guarantee 1 μεσιτεύω
πρόδρομος before; forerunner 1 πρόδρομος
Σαλήμ Salem 2 Σαλήμ
κοπή slaughter 1 κοπή
ἀπάτωρ without father 1 ἀπάτωρ
ἀμήτωρ without mother 1 ἀμήτωρ
ἀγενεαλόγητος without genealogy 1 ἀγενεαλόγητος
ἀφομοιόω make like; make similar 1 ἀφομοιόω
διηνεκής without interruption; always 4 διηνεκής
ἀκροθίνιον spoils 1 ἀκροθίνιον
γενεαλογέω trace descent 1 γενεαλογέω
δεκατόω collect tithes; pay tithes 2 δεκατόω
ἔπος word; saying; statement 1 ἔπος
Λευιτικός Levitical 1 Λευιτικός
ἱερωσύνη priesthood 3 ἱερωσύνη
νομοθετέω ordain; found by law 2 νομοθετέω
μετάθεσις change; removal 3 μετάθεσις
κατάδηλος very clear; quite plain 1 κατάδηλος
ἀκατάλυτος endless; indestructible 1 ἀκατάλυτος
ἀθέτησις annulment; setting aside 2 ἀθέτησις
ἐπεισαγωγή bringing in; introduction 1 ἐπεισαγωγή
ὁρκωμοσία oath-taking; oath 4 ὁρκωμοσία
ἔγγυος security; guarantee 1 ἔγγυος
ἀπαράβατος permanent; unchangeable 1 ἀπαράβατος
ἀμίαντος undefiled 4 ἀμίαντος
πήγνυμι pitch a tent; set up 1 πήγνυμι
ἀφανισμός disappearing; vanishing 1 ἀφανισμός
θυμιατήριον incense altar 1 θυμιατήριον
στάμνος jar 1 στάμνος
Χερούβ cherubim 1 Χερούβ
κατασκιάζω overshadow 1 κατασκιάζω
ἀγνόημα sin committed in ignorance 1 ἀγνόημα
διόρθωσις rectification; reformation 1 διόρθωσις
τράγος male goat 3 τράγος
δάμαλις heifer; young cow 1 δάμαλις
ῥαντίζω sprinkle 4 ῥαντίζω
καθαρότης cleanness; purity 1 καθαρότης
ἐγκαινίζω inaugurate; ratify; open 2 ἐγκαινίζω
ἔριον wool 2 ἔριον
αἱματεκχυσία shedding of blood 1 αἱματεκχυσία
ἀντίτυπος copy; antitype 2 ἀντίτυπος
κεφαλίς roll 1 κεφαλίς
πρόσφατος new; recent 1 πρόσφατος
ἀκλινής without wavering 1 ἀκλινής
ἑκουσίως deliberately; intentionally 2 ἑκουσίως
φοβερός fearful; terrible; frightful 3 φοβερός
ἐκδοχή expectation 1 ἐκδοχή
τιμωρία punishment 1 τιμωρία
ἐνυβρίζω insult 1 ἐνυβρίζω
ἄθλησις contest; challenge; struggle 1 ἄθλησις
θεατρίζω make a spectacle of 1 θεατρίζω
ὑποστολή hesitancy; timidity 1 ὑποστολή
ἔλεγχος proof; proving 1 ἔλεγχος
Κάϊν Cain 3 Κάϊν
εὐαρεστέω please; be pleasing 3 εὐαρεστέω
μισθαποδότης rewarder 1 μισθαποδότης
μηδέπω not yet 1 μηδέπω
εὐλαβέομαι reverence; respect 1 εὐλαβέομαι
δημιουργός builder; maker; creator 1 δημιουργός
ἀναρίθμητος innumerable 1 ἀναρίθμητος
παρεπίδημος sojourner; temporary resident 3 παρεπίδημος
ἐκβαίνω go out; go away 1 ἐκβαίνω
τρίμηνος of three months 1 τρίμηνος
διάταγμα edict 1 διάταγμα
συγκακουχέομαι suffer with; suffer together 1 συγκακουχέομαι
ἀποβλέπω look; pay attention 1 ἀποβλέπω
καρτερέω endure; persevere 1 καρτερέω
πρόσχυσις pouring; sprinkling 1 πρόσχυσις
ὀλοθρεύω destroy; pillage; wreak havoc 1 ὀλοθρεύω
πεῖρα attempt; trial; experiment 2 πεῖρα
Ῥαάβ Rahab 2 Ῥαάβ
συναπόλλυμι destroy with 1 συναπόλλυμι
κατάσκοπος spy 1 κατάσκοπος
ἐπιλείπω fail 1 ἐπιλείπω
Γεδεών Gideon 1 Γεδεών
Βαράκ Barak 1 Βαράκ
Σαμψών Samson 1 Σαμψών
Ἰεφθάε Jephthah 1 Ἰεφθάε
καταγωνίζομαι conquer; defeat 1 καταγωνίζομαι
τυμπανίζω torment; torture 1 τυμπανίζω
ἐμπαιγμός mocking 1 ἐμπαιγμός
πρίζω saw (in two) 1 πρίζω
μηλωτή sheepskin 1 μηλωτή
αἴγειος of a goat 1 αἴγειος
δέρμα skin 1 δέρμα
κακουχέω mistreat 2 κακουχέω
ὀπή hole 2 ὀπή
προβλέπω provide 1 προβλέπω
νέφος cloud 1 νέφος
ὄγκος weight; impediment 1 ὄγκος
εὐπερίστατος easily ensnaring 1 εὐπερίστατος
τελειωτής perfecter 1 τελειωτής
ἀναλογίζομαι consider 1 ἀναλογίζομαι
κάμνω be weary; be fatigued; be ill 2 κάμνω
ἀντικαθίστημι oppose; resist 1 ἀντικαθίστημι
ἀνταγωνίζομαι struggle 1 ἀνταγωνίζομαι
ἐκλανθάνομαι forget (altogether) 1 ἐκλανθάνομαι
ὀλιγωρέω think lightly of 1 ὀλιγωρέω
νόθος illegitimate 1 νόθος
εἰρηνικός peaceful 2 εἰρηνικός
τροχιά track; path 1 τροχιά
ἐπισκοπέω take care; see to it; oversee 2 ἐπισκοπέω
πρωτοτόκια birthright 1 πρωτοτόκια
μετέπειτα afterwards 1 μετέπειτα
γνόφος darkness; gloom; deep gloom 1 γνόφος
ζόφος darkness; gloom; deep gloom 5 ζόφος
θύελλα storm; whirlwind 1 θύελλα
φαντάζω become visible; appear 1 φαντάζω
πανήγυρις festal gathering 1 πανήγυρις
ῥαντισμός sprinkling 2 ῥαντισμός
εὐαρέστως in an acceptable manner 1 εὐαρέστως
δέος awe; reverence 1 δέος
καταναλίσκω consume 1 καταναλίσκω
συνδέω bind someone with 1 συνδέω
βοηθός helper 1 βοηθός
αἴνεσις praise 1 αἴνεσις
εὐποιΐα good deed 1 εὐποιΐα
ὑπείκω submit 1 ὑπείκω
ἀλυσιτελής unprofitable 1 ἀλυσιτελής
δοκίμιον testing; genuine 2 δοκίμιον
ἁπλῶς simply; sincerely 1 ἁπλῶς
ἔοικα be like 2 ἔοικα
ἀνεμίζω be driven by the wind 1 ἀνεμίζω
ῥιπίζω blow here and there; toss 1 ῥιπίζω
δίψυχος double-minded; doubting 2 δίψυχος
ἀκατάστατος unstable; restless 2 ἀκατάστατος
ἄνθος flower 4 ἄνθος
εὐπρέπεια beauty 1 εὐπρέπεια
μαραίνω fade; wither away 1 μαραίνω
ἀπείραστος without temptation 1 ἀπείραστος
ἐξέλκω drag away 1 ἐξέλκω
δελεάζω lure; entice 3 δελεάζω
ἀποκυέω give birth to 2 ἀποκυέω
παραλλαγή change; variation 1 παραλλαγή
τροπή turning; change 1 τροπή
ἀποσκίασμα shadow; shade 1 ἀποσκίασμα
ῥυπαρία moral uncleanness 1 ῥυπαρία
ἔμφυτος implanted 1 ἔμφυτος
ἐπιλησμονή forgetfulness 1 ἐπιλησμονή
ποίησις act; deed; function 1 ποίησις
θρῆσκος religious 1 θρῆσκος
χαλιναγωγέω bridle; hold in check 2 χαλιναγωγέω
χρυσοδακτύλιος with a gold ring on one’s finger 1 χρυσοδακτύλιος
ῥυπαρός filthy; unclean; defiled 2 ῥυπαρός
προσωπολημπτέω show partiality 1 προσωπολημπτέω
ἀνέλεος merciless 1 ἀνέλεος
ἐφήμερος for the day 1 ἐφήμερος
ἐπιτήδειος convenient; necessary 1 ἐπιτήδειος
φρίσσω shudder 1 φρίσσω
χαλινός bit; bridle 2 χαλινός
μετάγω guide; direct 2 μετάγω
αὐχέω boast 1 αὐχέω
ὕλη wood; forest 1 ὕλη
σπιλόω defile; stain 2 σπιλόω
φλογίζω set on fire 2 φλογίζω
τροχός wheel 1 τροχός
ἐνάλιος belonging to the sea 1 ἐνάλιος
θανατηφόρος death-dealing; deadly 1 θανατηφόρος
ὁμοίωσις likeness 1 ὁμοίωσις
χρή it ought 1 χρή
βρύω pour forth 1 βρύω
γλυκύς sweet; fresh 4 γλυκύς
πικρός bitter 2 πικρός
ἁλυκός salt; salty 1 ἁλυκός
ἐπιστήμων learned; understanding 1 ἐπιστήμων
δαιμονιώδης demonic 1 δαιμονιώδης
εὐπειθής obedient 1 εὐπειθής
ἀδιάκριτος nonjudgmental; impartial 1 ἀδιάκριτος
πολεμέω make war 7 πολεμέω
φιλία friendship 1 φιλία
κενῶς in vain; no end 1 κενῶς
κατοικίζω cause to dwell 1 κατοικίζω
ταλαιπωρέω feel miserable; lament 1 ταλαιπωρέω
γέλως laughter 1 γέλως
πένθος mourning 5 πένθος
μετατρέπω turn around 1 μετατρέπω
κατήφεια gloominess; dejection 1 κατήφεια
καταλαλέω speak evil (of); slander 5 καταλαλέω
νομοθέτης lawgiver 1 νομοθέτης
ἐμπορεύομαι be in business; trade 2 ἐμπορεύομαι
ἀλαζονεία arrogance; boastfulness 2 ἀλαζονεία
ὀλολύζω trouble; alarm; be troubled 1 ὀλολύζω
σήπω decay; rot 1 σήπω
σητόβρωτος moth-eaten 1 σητόβρωτος
κατιόω become rusty; become corroded 1 κατιόω
ἀμάω reap 1 ἀμάω
βοή cry; shout 1 βοή
τρυφάω self-indulgently 1 τρυφάω
πρόϊμος early 1 πρόϊμος
ὄψιμος late rain 1 ὄψιμος
κακοπάθεια suffering; perseverance 1 κακοπάθεια
Ἰώβ Job 1 Ἰώβ
πολύσπλαγχνος sympathetic; compassionate 1 πολύσπλαγχνος
ἀναγεννάω beget again 2 ἀναγεννάω
ἀμάραντος unfading 1 ἀμάραντος
ἀνεκλάλητος inexpressible 1 ἀνεκλάλητος
ἐξεραυνάω make careful inquiry 1 ἐξεραυνάω
προμαρτύρομαι bear witness to beforehand 1 προμαρτύρομαι
ἀναζώννυμι gird up 1 ἀναζώννυμι
τελείως completely 1 τελείως
ἀπροσωπολήμπτως impartially 1 ἀπροσωπολήμπτως
πατροπαράδοτος handed down from one’s fathers 1 πατροπαράδοτος
σπορά seed 1 σπορά
ἀρτιγέννητος newborn 1 ἀρτιγέννητος
ἄδολος unadulterated 1 ἄδολος
ἱεράτευμα priesthood 2 ἱεράτευμα
κακοποιός evildoer 3 κακοποιός
ἐποπτεύω watch; observe; see 2 ἐποπτεύω
ἀγαθοποιός doing good; upright 1 ἀγαθοποιός
ἐπικάλυμμα cover; veil 1 ἐπικάλυμμα
ἀδελφότης brotherhood 2 ἀδελφότης
ἀδίκως unjustly 1 ἀδίκως
κλέος fame; glory 1 κλέος
ὑπολιμπάνω leave; leave behind 1 ὑπολιμπάνω
ὑπογραμμός example 1 ὑπογραμμός
ἀντιλοιδορέω revile in return 1 ἀντιλοιδορέω
ἀπογίνομαι die; be dead 1 ἀπογίνομαι
μώλωψ bruise; wound 1 μώλωψ
ἐμπλοκή braiding 1 ἐμπλοκή
περίθεσις putting on 1 περίθεσις
ἔνδυσις putting on 1 ἔνδυσις
πτόησις afraid; terrified 1 πτόησις
συνοικέω live with 1 συνοικέω
γυναικεῖος female 1 γυναικεῖος
ἀπονέμω assign; show; pay; accord 1 ἀπονέμω
ὁμόφρων harmonious; united in spirit 1 ὁμόφρων
συμπαθής sympathetic; understanding 1 συμπαθής
φιλάδελφος having brotherly love 1 φιλάδελφος
ταπεινόφρων humble 1 ταπεινόφρων
ἀπόθεσις removal; getting rid of 2 ἀπόθεσις
ῥύπος dirt 1 ῥύπος
ἐπερώτημα appeal 1 ἐπερώτημα
ὁπλίζω make ready; equip 1 ὁπλίζω
ἐπίλοιπος left; remaining 1 ἐπίλοιπος
βιόω live 1 βιόω
οἰνοφλυγία drunkenness; debauchery 1 οἰνοφλυγία
πότος drinking party 1 πότος
ἀνάχυσις wide stream; flood 1 ἀνάχυσις
ἐκτενής eager; earnest; constant 1 ἐκτενής
πύρωσις burning; burning ordeal 3 πύρωσις
ἀλλοτριεπίσκοπος meddler; busybody 1 ἀλλοτριεπίσκοπος
κτίστης creator 1 κτίστης
ἀγαθοποιΐα good deed 1 ἀγαθοποιΐα
συμπρεσβύτερος fellow elder 1 συμπρεσβύτερος
ἀναγκαστῶς by compulsion 1 ἀναγκαστῶς
αἰσχροκερδῶς in fondness for dishonest gain 1 αἰσχροκερδῶς
προθύμως willingly; eagerly; freely 1 προθύμως
ἀρχιποίμην chief shepherd 1 ἀρχιποίμην
ἀμαράντινος unfading 1 ἀμαράντινος
ἐγκομβόομαι put on; clothe 1 ἐγκομβόομαι
κραταιός powerful; mighty 1 κραταιός
ὠρύομαι roar 1 ὠρύομαι
σθενόω strengthen 1 σθενόω
ἐπιμαρτυρέω bear witness to; attest 1 ἐπιμαρτυρέω
συνεκλεκτός also chosen 1 συνεκλεκτός
ἰσότιμος equal in honor 1 ἰσότιμος
ἐπάγγελμα promise 2 ἐπάγγελμα
ἀποφεύγω escape; escape from 3 ἀποφεύγω
παρεισφέρω apply; bring to bear 1 παρεισφέρω
μυωπάζω be nearsighted 1 μυωπάζω
λήθη forgetfulness 1 λήθη
ταχινός coming soon; imminent; swift 2 ταχινός
ἑκάστοτε at any time; always 1 ἑκάστοτε
μνήμη memory; memorial 1 μνήμη
ἐξακολουθέω follow; pursue 3 ἐξακολουθέω
ἐπόπτης eyewitness 1 ἐπόπτης
τοιόσδε such as this; of this kind 1 τοιόσδε
μεγαλοπρεπής magnificent; majestic 1 μεγαλοπρεπής
προφητικός prophetic 1 προφητικός
αὐχμηρός dark; gloomy 1 αὐχμηρός
διαυγάζω dawn; early morning; daybreak 1 διαυγάζω
φωσφόρος morning star 1 φωσφόρος
ἐπίλυσις explanation; interpretation 1 ἐπίλυσις
ψευδοδιδάσκαλος false teacher 1 ψευδοδιδάσκαλος
παρεισάγω bring in; introduce 1 παρεισάγω
πλαστός fabricated, false; fabricated; false 1 πλαστός
ἔκπαλαι long ago; for a long time 2 ἔκπαλαι
ἀργέω be idle 1 ἀργέω
σειρά cord; rope; chain 1 σειρά
ταρταρόω hold captive in Tartarus 1 ταρταρόω
τεφρόω cover with ashes 1 τεφρόω
ἄθεσμος lawless; outside the law 2 ἄθεσμος
βλέμμα look; seeing 1 βλέμμα
ἐγκατοικέω live; reside 1 ἐγκατοικέω
μιασμός defilement 1 μιασμός
τολμητής bold; audacious 1 τολμητής
ἅλωσις capture; catching 1 ἅλωσις
μῶμος defect; blemish 1 μῶμος
ἐντρυφάω revel in; carouse 1 ἐντρυφάω
συνευωχέομαι feast together 2 συνευωχέομαι
ἀκατάπαυστος unceasing 1 ἀκατάπαυστος
ἀστήρικτος unstable; weak 2 ἀστήρικτος
Βαλαάμ Balaam 3 Βαλαάμ
Βοσόρ Bosor 1 Βοσόρ
ἔλεγξις rebuke 1 ἔλεγξις
παρανομία lawlessness; evildoing 1 παρανομία
παραφρονία madness 1 παραφρονία
ὁμίχλη mist; fog 1 ὁμίχλη
ὑπέρογκος haughty; pompous; bombastic 2 ὑπέρογκος
ὀλίγως scarcely; barely 1 ὀλίγως
ἡττάομαι be defeated; succumb to 2 ἡττάομαι
μίασμα shameful deed; defilement 1 μίασμα
ἐξέραμα vomit 1 ἐξέραμα
ὗς pig 1 ὗς
κυλισμός rolling; wallowing 1 κυλισμός
βόρβορος mud; filth 1 βόρβορος
ἐμπαιγμονή mocking; scoffing 1 ἐμπαιγμονή
ἐμπαίκτης mocker; scoffer 2 ἐμπαίκτης
κατακλύζω inundate; flood 1 κατακλύζω
βραδύτης slowness 1 βραδύτης
ῥοιζηδόν with a rushing noise 1 ῥοιζηδόν
καυσόω be consumed by heat; burn up 2 καυσόω
τήκω melt; dissolve 1 τήκω
ἀμώμητος blameless; unblemished 1 ἀμώμητος
δυσνόητος hard to understand 1 δυσνόητος
ἀμαθής ignorant 1 ἀμαθής
στρεβλόω twist; distort 1 στρεβλόω
στηριγμός safe position; steadfastness 1 στηριγμός
ἀγγελία message 2 ἀγγελία
ἱλασμός propitiation 2 ἱλασμός
ἀντίχριστος antichrist 5 ἀντίχριστος
χρῖσμα anointing 3 χρῖσμα
σφάζω slaughter; kill by violence 10 σφάζω
νίκη victory 1 νίκη
κυρία lady 2 κυρία
χάρτης paper 1 χάρτης
φιλοπρωτεύω wish to be first 1 φιλοπρωτεύω
Διοτρέφης Diotrephes 1 Διοτρέφης
ἐπιδέχομαι receive; acknowledge 2 ἐπιδέχομαι
φλυαρέω disparage 1 φλυαρέω
ἐπαγωνίζομαι contend 1 ἐπαγωνίζομαι
παρεισδύω slip in stealthily; sneak in 1 παρεισδύω
ἐκπορνεύω indulge in sexual immorality 1 ἐκπορνεύω
δεῖγμα example 1 δεῖγμα
ὑπέχω undergo (punishment) 1 ὑπέχω
Μιχαήλ Michael 2 Μιχαήλ
φυσικῶς naturally; by instinct 1 φυσικῶς
Κόρε Korah 1 Κόρε
σπιλάς rock washed by the sea 1 σπιλάς
φθινοπωρινός belonging to late autumn 1 φθινοπωρινός
ἐπαφρίζω foam up; cause to foam 1 ἐπαφρίζω
πλανήτης wanderer 1 πλανήτης
ἀσεβέω act impiously 1 ἀσεβέω
γογγυστής grumbler 1 γογγυστής
μεμψίμοιρος complaining about one’s lot 1 μεμψίμοιρος
ἀποδιορίζω divide; separate 1 ἀποδιορίζω
ἄπταιστος without stumbling 1 ἄπταιστος
ἄλφα alpha 3 ἄλφα
Πάτμος Patmos 1 Πάτμος
Πέργαμος Pergamum 2 Πέργαμος
Σάρδεις Sardis 3 Σάρδεις
Φιλαδέλφεια Philadelphia 2 Φιλαδέλφεια
ποδήρης reaching to the feet 1 ποδήρης
χαλκολίβανον fine bronze 2 χαλκολίβανον
Νικολαΐτης Nicolaitan 2 Νικολαΐτης
Ἀντιπᾶς Antipas 1 Ἀντιπᾶς
Βαλάκ Balak 1 Βαλάκ
Ἰεζάβελ Jezebel 1 Ἰεζάβελ
νεφρός mind 1 νεφρός
κεραμικός made of clay 1 κεραμικός
πρωϊνός belonging to the morning 2 πρωϊνός
ζεστός hot 3 ζεστός
χλιαρός lukewarm 1 χλιαρός
ἐμέω vomit 1 ἐμέω
κολλούριον eye salve 1 κολλούριον
ἐγχρίω smear on; anoint 1 ἐγχρίω
ζηλεύω be eager; be earnest 1 ζηλεύω
ἴασπις jasper 4 ἴασπις
σάρδιον carnelian; sardius 2 σάρδιον
ἶρις rainbow 2 ἶρις
κυκλόθεν concerning; about 3 κυκλόθεν
σμαράγδινος emerald; of emerald 1 σμαράγδινος
ὑάλινος of glass; glassy 3 ὑάλινος
κρύσταλλος crystal; glass 2 κρύσταλλος
πέτομαι fly 5 πέτομαι
κατασφραγίζω seal up 1 κατασφραγίζω
τόξον bow 1 τόξον
πυρρός fiery red 2 πυρρός
χοῖνιξ quart 2 χοῖνιξ
κριθή barley 1 κριθή
πέμπτος fifth 4 πέμπτος
τρίχινος made of hair 1 τρίχινος
ὄλυνθος unripe fig 1 ὄλυνθος
μέτωπον forehead 8 μέτωπον
Ῥουβήν Reuben 1 Ῥουβήν
Γάδ Gad 1 Γάδ
Ἰσσαχάρ Issachar 1 Ἰσσαχάρ
καῦμα heat 2 καῦμα
ἡμιώριον half an hour 1 ἡμιώριον
λιβανωτός censer 2 λιβανωτός
χάλαζα hail; hailstone 4 χάλαζα
ἄψινθος wormwood 2 ἄψινθος
πλήσσω strike 1 πλήσσω
μεσουράνημα zenith; midheaven 3 μεσουράνημα
βασανισμός torture; torment 6 βασανισμός
οὐρά tail 5 οὐρά
Ἀβαδδών Abbadon 1 Ἀβαδδών
Ἑλληνικός Greek 1 Ἑλληνικός
Ἀπολλύων Apollyon 1 Ἀπολλύων
Εὐφράτης Euphrates 2 Εὐφράτης
ἱππικός cavalry 1 ἱππικός
δισμυριάς twenty thousand 1 δισμυριάς
πύρινος fire 1 πύρινος
ὑακίνθινος hyacinth-colored 1 ὑακίνθινος
θειώδης sulphurous 1 θειώδης
χαλκοῦς copper; brass; bronze 1 χαλκοῦς
φάρμακον magic potion; charm 1 φάρμακον
κλέμμα stealing; theft 1 κλέμμα
βιβλαρίδιον little scroll 3 βιβλαρίδιον
μυκάομαι roar 1 μυκάομαι
διάδημα royal headband; crown 3 διάδημα
κατήγωρ accuser 1 κατήγωρ
ποταμοφόρητος swept away by a river 1 ποταμοφόρητος
πάρδαλις leopard 1 πάρδαλις
ἄρκος bring; carry; bear 1 ἄρκος
ἑξακόσιοι six hundred 2 ἑξακόσιοι
κιθαρῳδός lyre-player, harpist; lyre-player; harpist 2 κιθαρῳδός
κεράννυμι mix 3 κεράννυμι
ἄκρατος unmixed; full strength 1 ἄκρατος
βότρυς cluster of grapes 1 βότρυς
ἀκμάζω be at the prime 1 ἀκμάζω
μασάομαι chew 1 μασάομαι
βάτραχος frog 1 βάτραχος
Ἁρμαγεδών Armageddon 1 Ἁρμαγεδών
ταλαντιαῖος weighing a talent 1 ταλαντιαῖος
χρυσόω gild; adorn with gold 2 χρυσόω
ὄρνεον bird 3 ὄρνεον
στρῆνος luxury; sensuality 1 στρῆνος
διπλόω double 1 διπλόω
στρηνιάω live in luxury 2 στρηνιάω
βύσσινος fine linen 5 βύσσινος
σιρικός silk 1 σιρικός
θύϊνος citron; scented 1 θύϊνος
ἐλεφάντινος of ivory 1 ἐλεφάντινος
σίδηρος iron 1 σίδηρος
μάρμαρος marble 1 μάρμαρος
κιννάμωμον cinnamon 1 κιννάμωμον
ἄμωμον amomum 1 ἄμωμον
σεμίδαλις fine wheat flour 1 σεμίδαλις
ῥέδη carriage 1 ῥέδη
ὀπώρα fruit 1 ὀπώρα
λιπαρός luxury; sensuality 1 λιπαρός
τιμιότης richness; prosperity 1 τιμιότης
μύλινος belonging to a mill 1 μύλινος
ὅρμημα violent rush 1 ὅρμημα
μουσικός skilled in music 1 μουσικός
σαλπιστής trumpeter 1 σαλπιστής
ἁλληλουϊά hallelujah 4 ἁλληλουϊά
μηρός thigh 1 μηρός
πελεκίζω behead 1 πελεκίζω
Γώγ Gog 1 Γώγ
Μαγώγ Magog 1 Μαγώγ
κυκλεύω encircle; surround 1 κυκλεύω
φάρμακος sorcerer 2 φάρμακος
κρυσταλλίζω shine like crystal 1 κρυσταλλίζω
τετράγωνος (four)-square 1 τετράγωνος
ἐνδώμησις construction; material 1 ἐνδώμησις
ὕαλος crystal; glass 2 ὕαλος
σάπφιρος sapphire 1 σάπφιρος
χαλκηδών chalcedony 1 χαλκηδών
σμάραγδος emerald 1 σμάραγδος
σαρδόνυξ sardonyx 1 σαρδόνυξ
χρυσόλιθος chrysolite 1 χρυσόλιθος
βήρυλλος beryl 1 βήρυλλος
τοπάζιον chrysolite 1 τοπάζιον
χρυσόπρασος chrysoprase 1 χρυσόπρασος
ὑάκινθος hyacinth; jacinth 1 ὑάκινθος
δωδέκατος twelfth 1 δωδέκατος
ἀμέθυστος amethyst 1 ἀμέθυστος
διαυγής transparent 1 διαυγής
κατάθεμα curse 1 κατάθεμα
ῥυπαρεύω befoul; defile 1 ῥυπαρεύω